Δεκαπέντε χιλιάδες και μία, στραβάδια απολύομαι…

«Δεκαπέντε χιλιάδες και μία, στραβάδια απολύομαι, τριάντα τρία χρονάκια θητεία, στραβάδια απολύομαι». Τελικά, μετά από 64 χρόνια θητείας και ουσίας, ο Τζίμης Πανούσης, χθες, δεν απολύθηκε, από ποιον άλλωστε; απλά την «κοπάνησε», αφήνοντάς μας σύξυλους…
Πάντα του άρεσε να μας αιφνιδιάζει, να μας σοκάρει, να μας προκαλεί, με αυτό το τόσο ιδιαίτερο και κοφτερό χιούμορ του που τί παράξενο δεν πλήγωνε, αλλά γιάτρευε. Ίσως γιατί στο μαχαίρι της δικής του σάτιρας καθρέφτιζε τα μέσα μας, προσφέροντάς μας την δυνατότητα, να γελάσουμε με τα χάλια μας, πράγμα που σήμαινε ότι το πρώτο δύσκολο βήμα είχε γίνει: Τα είχαμε συνειδητοποιήσει : Τα χάλια μας. Ίσως πάλι το κοφτερό του χιούμορ να μη μας πλήγωνε γιατί όποιος παρατηρούσε προσεχτικά και χωρίς προκατάληψη, στην άκρη του «μαχαιριού» του Τζιμάκου, θα έβλεπε το δικό του αίμα: «Καταναλώνομαι τις νύχτες, με τη δικιά τους συνταγή, εγώ πουλάω τα όνειρά μου στους ξενύχτες κι αυτοί γαμάνε μια πληγή. Έχω έναν πόνο στην κοιλιά μου, τη νιώθω να εγκυμονεί, θα απλώσω στην ταράτσα τ’ αντερά μου, με μανταλάκια χιαστί και θα κρεμάσω τα ερμαφρόδιτα μωρά μου, η πρώτη μάνα τραβεστί».
Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα αυτό το τραγούδι («Ένα τραγούδι για τον χειμώνα»), φρίκαρα, κόμπλαρα κι όλα τα σχετικά… Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια μετά, το άκουσα ξανά και ένιωσα να σπαράζουν όλα μέσα μου. Για να πω την αλήθειά μου, νομίζω ότι ο λόγος του Τζίμη Πανούση είναι πολύ σπαρακτικός. Άλλωστε η αθυροστομία, είναι ένας τρόπος να μιλάς για ερμητικά κλειστές θύρες με κλειδαριές σκουριασμένες που δεν μπορούν πια να ανοίξουν. Κι ας κλαίει έξω από αυτές, σαν βρέφος εγκαταλελειμμένο, η ανθρώπινη ψυχή. Οξύτητα, οξύνοια, βαθιά ανάγνωση της εποχής του και απίστευτη διορατικότητα, διακρίνει τους στίχους του. Ήδη από το 1993, σκιαγράφησε τον Νεοέλληνα, στο ομότιτλο τραγούδι του, με τρομακτική ακρίβεια :
«Καίω τα δέντρα, χτίζω μεζονέτες, θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες. Σ’ ένα κλουβί γραφείο, σαν αγρίμι, παίζω ατέλειωτο βουβό ταξίμι. Μαράθηκε η λουλουδιασμένη ιτιά και ψήλωσε η κοντούλα λεμονιά. Στα Σάλωνα δε σφάζουνε αρνιά, δεν πάει το παπάκι στην ποταμιά. Κι η Παπαλάμπραινα γυμνή, χαϊδεύει δώρο συσκευή, σ’ ένα τηλεπαιχνίδι πουλημένο. Πουλάκι ξένο, πουλί χαμένο, μου τρώει τα σπλάχνα, δεν βγάζω άχνα». Έφυγε λοιπόν, χθες, ο Τζίμης Πανούσης. Αλλά ποιος μπορεί να τον φανταστεί σε φέρετρο κλειστό; Κόντρα σε ό,τι εκείνος έγραψε το 1995, όταν συνέθεσε το τραγούδι «Μάγισσα μανούλα»; «Σε φέρετρο ανοιγμένο μπαινοβγαίνω, στην αγκαλιά σου σαν παιδάκι τρομαγμένο, σαν μαργαρίτα την καρδούλα μου μαδάω κι όλο μου βγαίνει πως στο βάθος σ’αγαπάω».

Όλγα Νικολαΐδου

τζιμις

Related Posts