Ο Πλούταρχος Πάστρας στην Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά

Αγαπητοί ομότεχνοι και αγαπητοί φίλοι, σας καλωσορίζω κι εγώ με τη σειρά μου σε αυτή την όμορφη εκδήλωση για την παρουσίαση του παραμυθιού της ομότεχνης Νατάσσας Συμεωνίδου-Θάνου, με τίτλο: «Όνειρα χαράς και λύπης».
Με τη κ. Θάνου έχουμε τη χαρά να συνεργαζόμαστε σε διάφορες δράσεις του λογοτεχνικού περιοδικού μας «Κέφαλος – Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς», όπως: στον «1ο και στο 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος», στους οποίους είναι μέλος των κριτικών τους επιτροπών. Παράλληλα, είχαμε τη χαρά να τη βραβεύσουμε στην τελετή απονομών των λογοτεχνικών διαγωνισμών μας στις 2 Νοεμβρίου 2019 στην κατάμεστη αίθουσα της «Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών», με το Β΄ Βραβείο, στην κατηγορία: «Παιδικό Παραμύθι 2018» για το βιβλίο της: «Ο ΓΛΑΡΟΣ ΕΡΜΗΣ» και με το Γ΄ Βραβείο στην κατηγορία «Καλύτερη Εικονογράφηση Βιβλίου 2018» για το ίδιο έργο. Τώρα, στη σημερινή μας εκδήλωση θα ταξιδέψουμε παρέα με τον ήρωα του βιβλίου που παρουσιάζουμε, τον Φερναντίτο στις χώρες της χαράς και της λύπης, μαζί με το βαγονάκι του που αποτελεί το σπίτι του.
Σε κάποιους μπορεί να φανεί παράξενο στην αρχή για ποιο λόγο ένα παραμύθι να πραγματεύεται τη λύπη και ειδικά όταν απευθύνεται σε παιδιά. Η λύπη, όμως, όπως και η χαρά είναι δύο συναισθήματα, τα οποία μονοπωλούν τη ζωή του ανθρώπου και δυστυχώς το πρώτο υπερτερεί από το δεύτερο ως προς το ποσοστό που καταλαμβάνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Αυτά τα δύο συναισθήματα τα υφίσταται ο άνθρωπος από την αρχή της ζωής του και γι’ αυτό το λόγο πρέπει από την παιδική ηλικία να ξεκινά η σωστή διαχείρισή τους, ώστε να χτιστούν οι σωστές συναισθηματικές βάσεις, ως ένα εφόδιο για το μέλλον και ν’ αποκτηθεί μία ουσιαστική αυτογνωσία για το ψυχικό κόσμο του ανθρώπου.
Η λύπη λοιπόν, αγαπητοί φίλοι, είναι ένα ψυχικό συναίσθημα με έκδηλα τα χαρακτηριστικά της στενοχώριας, του πόνου ή της οδύνης. Ο άνθρωπος αισθάνεται λύπη όταν βλέπει πως η φορά των πραγμάτων δεν ικανοποιεί τις υλικές, πνευματικές ή ψυχικές του προσδοκίες. Επίσης, εμφανίζεται έντονα σε στιγμές αποχωρισμού ή θανάτου, αλλά και σε καταστάσεις κοινωνικού αποκλεισμού και δυσκολίας να ικανοποιηθούν έστω οι βασικές ανάγκες της καθημερινότητας, είτε είναι υλικές είτε συναισθηματικές. Οι δύο τελευταίες εμφανίζονται πιο έντονα στη σύγχρονη κοινωνία, όπου διαφαίνεται πολύ εύκολα η αντίθεση μεταξύ της ποιότητας της ζωής των ανθρώπων με οικονομική άνεση και εκείνων που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν.
Η λύπη ουσιαστικά είναι η έλλειψη της χαράς. Η τελευταία αποτελεί εκείνο το συναίσθημα που μας προκαλεί μεγάλη ευχαρίστηση και ευτυχία. Τόσο όμως, η χαρά, όσο και η λύπη είναι δύο παροδικά συναισθήματα, αλλά η δεύτερη μπορεί να μεταμορφωθεί σε μία μονιμότερη και επίμονη θλίψη και μελαγχολία, όταν το άτομο απομακρυνθεί από το κοινωνικό του περιβάλλον.
Αυτό το βλέπουμε να συμβαίνει και σε πολλά μικρά παιδιά, όπως και στον ήρωα αυτού του βιβλίου, τον μικρό Φερναντίτο, ο οποίος λόγω του πολέμου, έμεινε μόνος και αποχωρίστηκε την οικογένειά του και το σπίτι του, για να πάει σε μία άλλη χώρα για μία καλύτερη ζωή, η οποία όμως μεταμορφώνεται σ’ ένα αδηφάγο γίγαντα, ο οποίος: «περπατάει και η γη βογκάει, από το βάρος του, το στόμα του βγάζει φωτιές, καίει τα πάντα, η γη έχει γίνει κατάμαυρη, νερό δεν υπάρχει. Μέσα από τα κατάβαθα, μέσα από την καρδιά της, αναβλύζει πυκνόρρευστη μαύρη πίσσα, που κατακαίει ανελέητα τα πάντα». Αυτός ο γίγαντας αναπαριστά τον πόλεμο, αλλά και τη ζωή που οδηγείται στο περιθώριο και στη παιδική βιοπάλη του 21ου αιώνα, που προκαλεί στο τέλος το συναίσθημα της μοναξιάς και της απομόνωσης.
Ο Φερναντίτο όμως κι ας βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση, δεν παύει να είναι ένα παιδί που λαχταρά ένα ποτήρι γάλα με κακάο, να παίζει στην παιδική χαρά και να ονειρεύεται. Έτσι, το όνειρο γίνεται γι’ αυτόν μία σανίδα σωτηρίας• ένα βαγόνι ενός συρμού που τον κάνει τις νύχτες να ταξιδεύει σε χώρες μαγικές –όταν τις περισσότερες φορές νιώθει αδύναμος λόγω της έλλειψης τροφής όταν δεν μπορεί να μαζέψει έστω λίγα κέρματα για να καλύψει τις βασικές ανάγκες της ημέρας.
Διαπιστώνουμε ότι ακόμη και στα όνειρά του, οι ανικανοποίητες επιθυμίες του τον συντροφεύουν σε εισαγωγικά και στον ονειροπόλο ύπνο του. Χαρακτηριστικό είναι το όνειρο που βλέπει, την ημέρα που είναι κουρασμένος και πεινασμένος, νιώθοντας παράλληλα μία απέραντη απογοήτευση. Τα μάτια του κλείνουν λοιπόν και το βαγόνι του ξεκινάει και φτάνει σε μια μεγάλη και πλούσια πόλη. «Όπου και να κοιτάξει βλέπει κρουασάν, καραμέλες, σοκολάτες, γαριδάκια πατατάκια», πίτες και φαγητά, τα οποία μοσχομυρίζουν και αποτελούν για όλα τα παιδιά πόλο έλξης, για εκείνον όμως και μία τροφή που δεν θα γλυκάνει απλώς τη ζωή του, αλλά θα γεμίσει το άδειο του στομάχι, για ν’ αντέξει να δουλέψει για μία ακόμη ημέρα στα φανάρια. Το όνειρο, όμως αυτό, τον βασανίζει ακόμη και στον ύπνο του: «Ο Φερναντίτο γεμάτος χαρά, απλώνει το χέρι του, να πάρει μια λαχταριστή πίτσα μα μόλις την ακουμπάει η πίτσα εξαφανίζεται. Προσπαθεί ξανά να πιάσει μία άλλη που χάνεται πάλι» και «γίνεται καπνός. Χοροπηδάει να πιάσει μια σοκολάτα κι αυτή όμως εξαφανίζεται!
Ότι πάει να πιάσει εξαφανίζεται από μπροστά του. Τρέχει απελπισμένος. Παντού τα ίδια». Αυτή όμως η φανταστική σκηνή όμως, είναι γι’ αυτόν η καθημερινότητά του. Είναι η εξαθλίωση που υφίσταται. Η προσδοκία που δεν πραγματοποιείται και ένας κόσμος που γίνεται: «ένας μεγάλος καπνός» που τυλίγει τα πάντα και σαν τυφώνας τα παρασέρνει στο διάβα του, μαζί και την παιδική του ηλικία. Ο Φερναντίτο, δεν παύει να αισθάνεται παιδί κι αυτό φαίνεται από τη ζήλεια που νιώθει όταν βλέπει τα άλλα παιδιά να παίζουν, μα αυτός δεν μπορεί να πάει να παίξει μαζί τους, γιατί πρέπει να πάει στο φανάρι για να δουλέψει, διότι είναι ολομόναχος σ’ έναν κόσμο άκαρδο, που πρέπει ακόμη κι ένα παιδί μόνο του να παλέψει για να επιβιώσει. Τουλάχιστον έχει το βαγονάκι του, ένα μέρος για να κοιμάται και να ονειρεύεται.
Η ζωή όμως δεν είναι μόνο λύπη και μοναξιά. Είναι χαρά και συντροφικότητα, την οποία γνωρίζει πρώτα στο πρόσωπο ενός κουρελιάρη παππού, ο οποίος ζητιανεύει στο φανάρι για να ζήσει. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μία σχέση εγγονού και παππού, όπως επιβεβαιώνει και με τα λόγια του ο τελευταίος εκφράζοντας αυτή την επιθυμία του, ενώ τρέχουν από τα βαθουλωτά και σκελετωμένα του μάτια δάκρυα: «Μακάρι να είχα και εγώ έναν εγγονό σαν κι εσένα. Δεν έχω κανέναν στον κόσμο, είμαι ολομόναχος. Μακάρι να είχα κι εγώ κάποιον»! Αυτός ο άνθρωπος εμφανίζεται στη ζωή του Φερναντίτο, ως ένας άγγελος εξ ουρανού! Είναι εκείνος που τον οδηγεί μία ημέρα στην εκκλησία, όπου θα μαζέψουν αρκετά χρήματα και θα πάνε σε μία ταβέρνα, στην οποία θα αλλάξει όλη του η ζωή. Εκεί ο ιδιοκτήτης βλέποντας αυτό το παιδί, αντικρίζει τον γιο που δεν μπόρεσε ποτέ ν’ αποκτήσει με τη γυναίκα του. Του δίνει αρχικά χρήματα για να πάει να πάρει ρούχα και παπούτσια. Ο μικρός μας όμως ήρωας, δεν τα ξοδεύει όλα για τον εαυτό του, αλλά η ωριμότητα που έχει αποκτήσει από τις κακουχίες, τον έκανε έναν άνθρωπο με αισθήματα αλληλεγγύης και προσφοράς και με χαρά μοιράζεται με τον παππού, τα χρήματα αυτά για να πάρει κι εκείνος ρούχα.
Αργότερα βλέπουμε πως ο ταβερνιάρης αγάπησε τόσο το παιδί αυτό που θέλησε να το υιοθετήσει μαζί με τη γυναίκα του: «Χθες, είπε, χθες το βράδυ συζήτησα με τη γυναίκα μου και αποφασίσαμε να σας προτείνουμε κάτι. Ξέρετε, εδώ και πολλά χρόνια προσπαθούμε να κάνουμε ένα παιδάκι, μάταια όμως. Τα χρόνια περνούν χωρίς να φέρουν ένα παιδί. Τι θα έλεγες, Φερναντίτο, να μας έδινες εσύ αυτή τη χαρά»; Μια χαρά που πράγματι θα δώσει σε αυτούς του ανθρώπους που δεν μπόρεσαν ν’ αποκτήσουν ποτέ τέκνο, μα και που θα λάβει πίσω ο ίδιος, διότι κι εκείνοι έχουν ατελείωτη αγάπη να προσφέρουν σ’ αυτό το πλασματάκι. Έγινε ο «Φερναντίτο με ταυτότητα», έγινε το παιδάκι που βρήκε το χαμένο του δικαίωμα στη ζωή. Ωστόσο, παρ’ όλη τη ζεστασιά που ένιωθε και την πολυτέλεια του σπιτιού, εκείνος ήταν δεμένος με το βαγονάκι του. Εκείνη τη στέγη που σκέπαζε τα όνειρά του, είτε αν αυτά ήταν χαρούμενα, είτε λυπητερά. Έτσι το έσκασε για λίγο και πήγε πίσω στο βαγόνι του. Εκεί τον περίμενε μία έκπληξη. Ένα κοριτσάκι, η Εβελίνα, με το οποίο έζησε ξανά στιγμές ξεγνοιασιάς και παιχνιδιού. Αυτή η συναναστροφή του με εκείνο το κοριτσάκι, τον έκανε να τη νιώσει τόσο κοντά του, ως φίλη του και ήθελε να την καλέσει σπίτι του, στο μικρό του βαγονάκι. Η παρατήρηση όμως που έκανε η μάνα της, ότι ο Φερναντίτο δεν έχει σπίτι και ότι είναι παιδί του δρόμου, τον έκανε να τα βάλει στα πόδια και να κρυφτεί από ντροπή.
Μέσα σε αυτή την απελπισία που ένιωσε ξεσπώντας σ’ ένα βουβό κλάμα, συνειδητοποίησε τη λανθασμένη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, γιατί ήταν ένα μικρό παιδί που χρειαζόταν φροντίδα και μία ζεστή οικογενειακή αγκαλιά. Τα δάκρυα του τότε στέγνωσαν στη στιγμή και είπε με χαρά: «Αύριο θα πάω στην ταβέρνα να ζητήσω συγνώμη στον κύριο Ανάργυρο και να τον βεβαιώσω ότι θα μείνω για πάντα σπίτι τους! Μα και βέβαια έχω σπίτι! Έχω σπίτι που είναι μάλιστα πολύ ωραίο! Θα το δείξω και στην αγαπημένη μου Εβελίνα για να μη με νομίζει «παιδί του δρόμου…» Και το βαγονάκι των ονείρων πάλι ξεκίνησε. Αυτή τη φορά όμως, τα όνειρα ήταν μόνο χαρούμενα! Μαζί του είχε τη μικρή Εβελίνα και ένιωθαν πολύ ευτυχισμένοι! «Γελούσαν, τραγουδούσαν, ζούσαν σε έναν άλλο κόσμο», μακριά από τις κακουχίες και τις κοινωνικές διαφορές. «Ταξίδεψαν με το βαγόνι σε κάθε γωνιά του θαυμαστού κόσμου της παιδικής ψυχής τους». Ταξίδεψαν λοιπόν στην πόλη της αγάπης, εκεί που η ευτυχία βασιλεύει μαζί με τον ήλιο στο θρόνο της ζωής. Εκεί που οι δρόμοι είναι γεμάτοι λουλούδια από συναισθήματα συμπόνιας, ευγένειας και στοργής. Όλα αυτά που λαχταρά κάθε παιδί. Εκείνα που ο άνθρωπος αναζητά σε όλη του τη ζωή.
Ο Φερναντίτο τότε προσφέρει ένα λουλουδάκι στην αγαπημένη του, το οποίο όταν το μύρισε και το άγγιξε: «το τόσο μικρό ανθάκι μεταμορφώθηκε σε μία τεράστια διάφανη καρδιά, που έκλεισε τα παιδάκια μέσα της. Τα έκλεισε και απογειώθηκε σε ένα ταξίδι μαγικής περιπλάνησης, πάνω από την πόλη. Η μουσική γέμισε τον χώρο. Χιλιάδες αγγελάκια τραγούδησαν το ‘Τραγούδι του Έρωτα’ και έπαιζαν τη ‘Μουσική της Αγάπης’. Μία αγάπη που ένιωθε για πρώτη φορά ο Φερναντίτο στη ζωή του, καθώς ένιωθε ευτυχισμένος και απελευθερωμένος από τα βάσανα της δυστυχίας και σαν παιδί μπορούσε πλέον να φανταστεί τη ζωή ως ένα μεγάλο τριαντάφυλλο γεμάτο από πέταλα ευτυχίας και χαρμόσυνων στιγμών. «Ξαφνικά η μεγάλη καρδιά χωρίζεται στα δύο, μικραίνει, μικραίνει κι άλλο ώσπου το ένα κομματάκι μπαίνει μέσα στο στήθος του Φερναντίτο και το άλλο μισό στο στήθος της Εβελίνας» και τότε: «δύο αγγελάκια τους παίρνουν ψηλά, πολύ ψηλά, τόσο που χάνονται μέσα στα σύννεφα», μαζί με τα όνειρα της λύπης, που πλέον τη θέση τους πήραν τα όνειρα της καθημερινής και άδολης παιδικής χαράς!
Κι αυτό είναι το διακύβευμα αυτής της παιδικής ιστορίας, η οποία μας προσκαλεί με τα φτερά της ελπίδας και της αγάπης να πετάξουμε ψηλά στον ουρανό της ευτυχίας και να χαρίσουμε στον πλησίον μας, είτε είναι μικρό παιδί είτε είναι ένας άνθρωπος οποιασδήποτε ηλικίας, απλόχερα τη ζεστή μας αγκαλιά! Σε αυτό το σημείο, πλην κλείσω την ομιλία μου, θα ήθελα να ευχαριστήσω πολύ τη Νατάσσα Συμεωνίδου-Θάνου για την τόσο τιμητική της πρόταση να είμαι ένας εκ των ομιλητών, στην εκδήλωση παρουσίασης του νέου της βιβλίου. Εύχομαι να είναι γερή και δυνατή. Οι Μούσες να τη συντροφεύουν τις μικρές ώρες και να της προσφέρουν το θείο δώρο της αέναης έμπνευσης κι εκείνη να μας μαγεύει όλους μας με τη λογοτεχνική της γραφίδα.

Πλούταρχος Πάστρας
Εκδότης Λογοτεχνικού Περιοδικού «Κέφαλος»
& Εφημερίδας «Λογοτεχνικό Βήμα»,
Αντιπρόεδρος «Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών & Καλλιτεχνών»,
Φιλόλογος, Λογοτέχνης

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed