Διεθνής ημέρα Μουσείων στο Κοργιαλένειο

Η 18η Μαῒου έχει καθιερωθεί ως Διεθνής Ημέρα Μουσείων και εορτάζεται σε όλο τον κόσμο με διάφορες εκδηλώσεις. Εφέτος λόγω των εκτάκτων συνθηκών που επικρατούν δεν θα εορταστεί ως συνήθως.
Γι’ αυτό το Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αργοστολίου, το οποίο τα τελευταία χρόνια συμμετέχει ανελλιπώς στον παγκόσμιο εορτασμό, παρουσιάζει έναν καλλιτέχνη, ο οποίος αντιπροσωπεύεται με επτά έργα στην αστική συλλογή του, τον Κεφαλονίτη ζωγράφο, Νικόλαο (Τυπάλδο) Ξυδιά.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ ΞΥΔΙΑΣ(Nikolaos Xydias) ΕΡΓΑ ΣΤΟ ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ & ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Ο Νικόλαος Ξυδιάς, γιος του Άτζουλου Τυπάλδου-Ξυδιά, γεννήθηκε στο Ληξούρι το 1828 (ημερομηνία βάπτισης 6 Δεκεμβρίου 1828)και πέθανε στην Αθήνα στις 30 Δεκεμβρίου 1909. Μαζί με τον συμπολίτη του, φίλο και κουμπάρο του, Γεώργιο Γεωργίου Άβλιχο, είναι οι τελευταίοι σημαντικοί καλλιτέχνες της Επτανησιακής Σχολής και δύο από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του δευτέρου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ο Νικόλαος Ξυδιάς, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στο Αργοστόλι και με τη βοήθεια του αδελφού του, Διονυσίου Ξυδιά, αναχώρησε για τη Βενετία, όπου σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Ωραίων Τεχνών της Βενετίας, με καθηγητή τον Ludovico Lipparini. Σύμφωνα με τον Ηλία Τσιτσέλη , παρακολούθησε μαθήματα και στη Ρώμη κοντά στον Cav. Carta. Αφού εργάστηκε για λίγο στη Φλωρεντία και στη Ρώμη, αναχώρησε για το Λονδίνο, αλλά από το 1866 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου, όπως αναφέρεται, συνέχισε σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τους Henri Leroux και Jean Paul Laurens. Η θρυλούμενη μαθητεία του κοντά στον Corot δεν επιβεβαιώνεται, διαπιστώνεται, όμως, κάποια τεχνοτροπική συγγένεια, σε έργα όπως τα αστικά τοπία της Αθήνας. Αρχές του 1865 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ λέγεται, ότι ταξίδεψε και στην Αγία Πετρούπολη. Στο Παρίσι έζησε μια ευτυχισμένη ζωή, μαζί με τη Γαλλίδα σύζυγό του και τα τέσσερα παιδιά τους. Τελικά μετά τον θάνατο της γυναίκας του και άλλων αγαπημένων του προσώπων, επέστρεψε στην Αθήνα, πιθανότατα το 1889, όπου έζησε φτωχός και απομονωμένος έως τον θάνατό του. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του φαίνεται, ότι δεν επέστρεψε ποτέ. Ο απέριττος τάφος του βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ως ζωγράφος ασχολήθηκε κυρίως με την προσωπογραφία και είναι από τους ελάχιστους Έλληνες καλλιτέχνες που ασχολήθηκε με την ομαδική προσωπογραφία και που ζωγράφισε και βρέφη. Ασχολήθηκε επίσης με επιτραπέζια θέματα( νεκρή φύση), τη μυθολογική παράσταση, τα ιστορικά θέματα, την αγιογραφία και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ασχολήθηκε και με την ηθογραφία και το αστικό τοπίο. Από το 1862 σημειώνεται η συμμετοχή του σε διεθνείς εκθέσεις στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Βιέννη, στο Μόναχο αλλά και στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να γίνει γνωστός στην Ευρώπη και να αναγνωριστεί ως ζωγράφος. Το 1885 έλαβε μέρος στην έκθεση του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» στην Αθήνα και το 1888 στην Έκθεση των Δ’ Ολυμπίων στο Ζάππειο, όπου τιμήθηκε με χάλκινο μετάλλιο. Το 1890 απέσπασε χρυσό μετάλλιο για τις προσωπογραφίες που εξέθεσε στον «Παρνασσό», ενώ το 1900 εξέθεσε για τελευταία φορά στην Έκθεση των Φιλοτέχνων. Στην Κεφαλονιά εκτέθηκαν έργα του στο Δημοτικό Θέατρο Αργοστολίου «Ο Κέφαλος» το 1994 , στο πλαίσιο της έκθεσης Κεφαλλήνες Ζωγράφοι και Γλύπτες του Δεκάτου Ενάτου και Εικοστού Αιώνα, και το 1996 στο ειδικό αφιέρωμα για τον ζωγράφο που οργάνωσε ο Δήμος Αργοστολίου σε συνεργασία με την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Έργα του βρίσκονται διάσπαρτα στο εξωτερικό και σε δημόσια μουσεία και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα: στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου και στη Συλλογή Κουτλίδη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, στην Πινακοθήκη της Λάρισας-Συλλογή Κατσίγρα, στην Πινακοθήκη του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου στην Τήνο, στην Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο, στο Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αργοστολίου και στον Δήμο Ληξουρίου, στη Δημοτική Πινακοθήκη Κέρκυρας, στη Συλλογή του Γιάννη Περδίου κ.α. Με το έργο του έχουν ασχοληθεί διάφοροι ερευνητές ευκαιριακά ή στο πλαίσιο ευρύτερων μελετών τους, ενώ μια μονογραφία, που θα συγκέντρωνε τα διάσπαρτα έργα του, θα έδινε απαντήσεις σε ερευνητικά κενά και σε αντικρουόμενες πληροφορίες και θα ανέλυε σε βάθος την καλλιτεχνική του δημιουργία, δεν έχει ακόμη εκπονηθεί.
Παρά το γεγονός ότι έζησε στο Παρίσι, ταξίδεψε πολύ και έλαβε μέρος σε διεθνείς εκθέσεις, δεν ακολούθησε τα νεωτερικά κινήματα. Το έργο του είναι επηρεασμένο από τον γαλλικό ρεαλισμό (Μanet, Corot, Daumier) και μόνο, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα η παλέτα του απέκτησε πιο φωτεινά χρώματα και η πινελιά του έγινε πιο ελεύθερη. Με τα αστικά τοπία της Αθήνας, π.χ Στα Αναφιώτικα, Καφενείο στην Πλατεία Βάθης κ.ά., ο Νικόλαος Ξυδιάς υπερβαίνει την απλή ηθογραφία και πλουτίζει τη νεοελληνική τέχνη με μια νέα οπτική γωνία θέασης των πραγμάτων στο πνεύμα του γαλλικού ρεαλισμού που ενδιαφέρεται για το ταπεινό, το κοντινό, το άσχημο, το αληθινό. Οι επτανησιακές του καταβολές ανιχνεύονται κυρίως στο εκκλησιαστικό του έργο.
Είναι ο πρώτος Έλληνας ζωγράφος που αντιμετώπισε την προσωπογραφία όχι ως ιστορική μαρτυρία αλλά ως έργο τέχνης και ενδιαφέρεται όχι μόνο για την απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών αλλά και την ψυχολογική διερεύνηση του εικονιζομένου. Δικαιολογημένα θεωρείται ο εισηγητής της ψυχολογικής προσωπογραφίας στη νεοελληνική τέχνη. Ορισμένες από τις προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε είναι διάσημες, π.χ. του Δημητρίου Βικέλα ή του Τσάρου Αλέξανδρου. Στο Μουσείο μας αντιπροσωπεύεται με επτά έργα: μία αυτοπροσωπογραφία και έξι προσωπογραφίες: Παναγή Χωραφά, Καλομοίρας Χωραφά, Χαράλαμπου Λούζη, Δημητρίου Ανδρέου Μηλιαρέση, Παρασκευής Νικολάου Δελλαπόρτα και Σπύρου Νικολάου Δελλαπόρτα. Όλα τα έργα του Νικολάου Ξυδιά στο Κοργιαλένειο Μουσείο είναι , κατά τη συνήθειά του, αχρονολόγητα. Τα δύο πρώτα πρέπει να ανήκουν στην περίοδο του Παρισιού, ενώ τα υπόλοιπα, προσωπογραφίες Κεφαλλήνων, πρέπει να χρονολογηθούν μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, με εξαίρεση ίσως την προσωπογραφία του Δημητρίου Μηλιαρέση.
Η φερόμενη ως αυτοπροσωπογραφία του από τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης του στο Παρίσι, και η προσωπογραφία του γαμβρού του, Χαράλαμπου Λούζη, σε νεαρή ηλικία, είναι ακαδημαϊκά έργα, μέσα στο κλίμα του γαλλικού ρεαλισμού και στον τύπο του επίσημου παραδοσιακού πορτραίτου, με μια τάση για εξιδανίκευση. Ειδικά στην αυτοπροσωπογραφία του, επιλέγεται η ελαφρά στροφή του προσώπου προς τα δεξιά του, ώστε όχι μόνο να καλυφθεί ο αλλοιθωρισμός του, αλλά και για να δηλωθεί αυτοσυγκέντρωση και περισυλλογή. Αντίθετα, στην αυτοπροσωπογραφία του Δημητρίου Μηλιαρέση (εικ. 3), επιλέγεται η στάση στροφή του κορμού κατά τρία τέταρτα προς τα δεξιά, με ταυτόχρονη στροφή του προσώπου προς τ’ αριστερά και ενεργό βλέμμα που κατευθύνεται στον θεατή. Η διάθεση επικοινωνίας με τον θεατή, η αντιθετική στάση προσώπου και κορμού καθώς και η ελαφρά συνοφρύωση, όπως δηλώνεται με τις ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια, παραπέμπουν σε εσωτερική ζωή του εικονιζομένου και πιθανότατα είναι μια ένδειξη ότι αυτός είναι ενεργός, οπότε πρέπει να φιλοτεχνήθηκε προ του 1870, έτους θανάτου του.
Οι προσωπογραφίες του Παναγή Χωραφά και της Καλομοίρας Χωραφά αποδίδουν χωρίς καμία τάση για εξιδανίκευση τη γεροντική ηλικία με τη χαλαρή σάρκα και τις αλλοιώσεις στα πρόσωπα, ενώ διαφαίνεται μια ελαφρά μελαγχολία. Η μετωπική στάση και η καρτερική αταραξία των προσώπων τοποθετεί τους εικονιζομένους σε μια άλλη σφαίρα και γι’ αυτό οι προσωπογραφίες πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν μετά τον θάνατο του Παναγή (1820-1900) και της Καλομοίρας. Η προσωπογραφία της Παρασκευής, συζύγου του Καθηγητή Οφθαλμολογίας, Νικολάου Δελλαπόρτα, η οποία απεβίωσε σε ηλικία 25 ετών, αποδίδει την κομψή σιλουέτα μιας αστής κυρίας, της οποίας το πρόσωπο κρύβεται στη σκιά, για να δηλωθεί προφανώς ότι ζει στον δικό της κόσμο, μακριά από τον κόσμο του θεατή της. Αντίθετα, ο τετραετής γιος της , Σπύρος Δελλαπόρτας (εικ. 7), απεικονίζεται μ ε τη δροσιά της τρυφερής του ηλικίας να κρατεί ένα κόκκινο μήλο και να ακουμπά σε μια κενή πολυθρόνα, σύνηθες παραπληρωματικό στοιχείο στις παιδικές προσωπογραφίες , που λειτουργεί συμβολικά για να δηλώσει προστασία, ως υποκατάστατο του ενηλίκου που απουσιάζει. Σε όλες τις προσωπογραφίες ο Νικόλαος Ξυδιάς δίνει ιδιαίτερη σημασία στο πρόσωπο και στην ψυχολογική του κατάσταση, ενώ αποδίδει απλοποιημένες ΄και με σκούρα χρώματα τις ενδυμασίες τους, ώστε να κατευθύνεται το μάτι του θεατή στο πρόσωπο που είναι φορέας πνευματικότητας.

Η Έφορος του Κοργιαλενείου Μουσείου
Δώρα Φ. Μαρκάτου
Ιστορικός Τέχνης, τ. Αναπλ. Καθηγ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed