Η Γιώτα, η Φένια και η Ντέπυ είναι γυναίκες που αναζητούν την ουσιαστική ενηλικίωση, τηv ωριμότητα. Τρεις φορές την εβδομάδα ξαπλωμένες σε ένα ντιβάνι, καθισμένες σε μια καρέκλα, τραβούν τα πέπλα από την προσωπική τους ζωή και αποκαλύπτουν όσα ξέρουν και όσα δεν ξέρουν σε κάποιον άγνωστο, τον ψυχαναλυτή τους. Για τις περισσότερες η Ιθάκη δεν είναι ακόμα ορατή. Σε ένα πράγμα ωστόσο είναι σύμφωνες. Μέσα από την ψυχανάλυση λυτρώνονται από επώδυνα συμπτώματα και ανακαλύπτουν αυτό το τόσο οικείο και τόσο άγνωστο που μέχρι τώρα τους ξέφευγε: τον εαυτό τους στις αληθινές του διαστάσεις.
Όμως δρόμος που άνοιξε ο Φρόιντ δεν οδηγεί πάντα σε ξέφωτο. Μερικές φορές οδηγεί σε αδιέξοδα. Αυτό ισχυρίζονται κάποιοι ασθενείς. Γιατί η μέθοδος που επιλέγεις είναι ένα μονοπάτι, και αυτό το μονοπάτι πρέπει να σου ταιριάζει. Πολλούς η διανοητική διαδικασία της ψυχανάλυσης δεν τους απαλλάσσει από τους φόβους, τα ψυχικά τραύματα, το άγχος, τα ψυχοσωματικά προβλήματα. Αυτά δηλαδή που τους οδήγησαν στο μακρύ και επίπονο ταξίδι στα βάθη της ψυχής τους.
Η Γιώτα είναι τριάντα τριών χρονών, παιδαγωγός σε ένα κέντρο προσχολικής ηλικίας. Βρίσκεται στον τέταρτο χρόνο της ανάλυσης. «Ξεκίνησα όταν πια είχα συνειδητοποιήσει ότι μόνη μου δεν μπορώ να βοηθήσω τον εαυτό μου». Παλιότερα πίστευε ότι τα προβλήματά του ο καθένας μπορεί να τα λύσει μόνος του. Σήμερα λυπάται που μια τέτοια αντίληψη την εμπόδισε ν’ ασχοληθεί νωρίτερα με την ψυχανάλυση. Κι εκείνη θεωρεί ότι στάθηκε τυχερή στην επιλογή για τον ψυχολόγο από Αγία Παρασκευή. «Στην πρώτη συνάντηση κατάλαβα ότι ήταν ο άνθρωπος που ζητούσα». Τι την ώθησε στην ψυχανάλυση; «Μπερδευόμουν για πράγματα απλά. Έπειτα ήθελα να έχω την εμπειρία για να τη χρησιμοποιήσω αργότερα στη δουλειά μου. Σύντομα κατάλαβα ότι αυτό ήταν πρόφαση και η ουσία κρυβόταν στην ανάγκη μου να αλλάξω τη ζωή μου, να μάθω τον εαυτό μου. Ο πρώτος χρόνος κύλησε χωρίς ουσιαστικές προόδους. Ασυναίσθητα προσπαθούσα να ελέγχω τα λόγια μου, ήμουν πολύ μαζεμένη. Σιγά σιγά μπήκα στο παιχνίδι. Καταλάβαινα ότι κάποιες αλλαγές γίνονται μέσα μου, χωρίς να μπορώ να τις ονομάσω. Κάτι γινόταν, μια δουλειά εσωτερική και αρκετά επώδυνη. Δεν είναι απλή υπόθεση η ανάλυση. Υπάρχουν στιγμές που θέλεις να είσαι μόνος με τον εαυτό σου, άλλες που το άγχος σε πνίγει. Είναι ο εαυτός σου που αμύνεται, που αρνείται να βγει στην επιφάνεια. Κάπου στο τέλος του δεύτερου χρόνου, για μια ολόκληρη μέρα σκεφτόμουν ότι δεν έχει νόημα η ζωή μου, ότι θέλω να πεθάνω». Είναι κάποιες στιγμές οριακές που η Γιώτα θα ξαναζήσει αρκετές φορές. Τώρα ξέρει ότι είναι το άγγιγμα του βυθού. Γι’ αυτό και κρατάνε πολύ λίγο. Τώρα ξέρει ότι η εξερεύνηση άγνωστων ψυχικών πεδίων κοστίζει. Αλλά η λύτρωση που ακολουθεί είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή. Και έπειτα υπάρχει πια η βεβαιότητα ότι αυτό το άγνωστο κομμάτι που μόλις ανακάλυψε δε θα την ξαναπονέσει, γιατί τώρα πια θα υπάρχει στο φως.
«Στην αρχή πίστευα ότι αυτός ο άνθρωπος θα με βοηθήσει ν’ αλλάξω. Τώρα ξέρω ότι χωρίς τη δική μου προσπάθεια τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Η ψυχολογία δεν κάνει θαύματα. Απλώς ο ψυχολόγος είναι κάποιος ειδικός που ξέρει τη δουλειά του και την κάνει σωστά. Πού με άλλαξε αυτή η διαδικασία; Με έχει κάνει πιο δυνατή στο να διεκδικώ τη ζωή μου, να μην είμαι τόσο παθητική όσο παλιά. Πριν έδειχνα μερικές μόνο όψεις του εαυτού μου, από φόβο ίσως, σήμερα προσπαθώ να είμαι ο εαυτός μου, ανεξάρτητα από το αν έχω να κάνω με φίλους ή ξένους. Πριν από την ανάλυση, νόμιζα ότι δε φοβάμαι τίποτα. Τώρα πια έχω συνειδητοποιήσει κάποιους φόβους μου. Αυτοί τουλάχιστον δε με καθορίζουν πια. Όταν τακτοποιείς τον εσωτερικό σου κόσμο, αυτό μοιραία αντανακλά και στη ζωή σου. Αυτή νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη αλλαγή… Και το να μάθεις να δέχεσαι τη ζωή όπως είναι, να συμμετέχεις σ’ αυτήν…»
Η Φένια είναι τριάντα χρονών και δουλεύει στο χώρο των εκδόσεων. Για τρία ολόκληρα χρόνια πάλευε με το φόβο της τρέλας, τις χιλιάδες φοβίες της, τις δύσπνοιες της, την ατολμία της να παλέψει στον επαγγελματικό στίβο και κατά καιρούς με τις αιμορραγίες της.. «Πριν από πέντε χρόνια άρχισα να έχω αιμορραγίες. Η περίοδός μου διαρκούσε ασυνήθιστα πολύ. Όταν πήγα στο γιατρό, αφού με εξέτασε, με ρώτησε: Έχετε διαβάσει το Εγώ κι Αυτό; Αν όχι, διαβάστε το. Είναι το μόνο που μπορώ να σας βοηθήσω”. Έπεσα από τα σύννεφα. Εγώ πήγα προετοιμασμένη να ακούσω για ορμονικά προβλήματα και ίσως άλλα χειρότερα και ανομολόγητα, και βρέθηκα μπροστά σε μια “αρσενική Πυθία”. Εννοείται, έτρεξα αμέσως στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο ν’ αγοράσω αυτό το περίφημο βιβλίο που έκρυβε μέσα του την απάντηση του γυναικολογικού μου προβλήματος. Όσες το έχουν διαβάσει, θα καταλάβουν τι ένιωσα. Το βιβλίο είναι η μαρτυρία – και τι μαρτυρία! – μιας γυναίκας που τα συμπτώματά της είχαν πολλές ομοιότητες με τις αιμορραγίες μου. Έχοντας φτάσει στα πρόθυρα της τρέλας, η ηρωίδα αποφασίζει να κάνει ψυχανάλυση. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Ο γιατρός έχασε μια πελάτισσα κι εγώ άρχισα να αναρωτιέμαι ποιος είναι πιο τρελός, εγώ ή εκείνος. Πέρασαν τρία χρόνια για να συνειδητοποιήσω ότι το βάρος της ζυγαριάς έγερνε προς το μέρος μου. Σήμερα τον ευγνωμονώ και του στέλνω όλες μου τις φίλες. Εγώ βρήκα άλλο γιατρό. «Της ψυχής». Αυτός της συνέστησε ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικού τύπου. Έτσι βρέθηκε πριν από δύο χρόνια αντιμέτωπη όχι πια με τον άγνωστο άνθρωπο που είχε απέναντί της, αλλά με τα σκοτάδια της ψυχής της. «Τι άμυνες που είχα στην αρχή!. Ήμουν σαν ένα μικρό παιδάκι που δεν μπορεί να πει ούτε μια κουβέντα. Όμως είχα βρει το δάσκαλό μου. Δεν ήταν τυχαίος ψυχοθεραπευτής. Πιστεύω ότι διαθέτει κάποιο χάρισμα, ότι είναι γεννημένος για ν’ απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων. Σαν μικρό παιδάκι που ήμουν, με πήρε από το χεράκι και με τράβηξε σε μια περιπέτεια τρομακτική όσο και συγκλονιστική. Δε θέλω να λέω μεγάλες κουβέντες, είμαι στην αρχή ακόμα, αλλά ήδη νιώθω πιο δυνατή και πιο αισιόδοξη. Εννοείται ότι τα συμπτώματα εξαφανίστηκαν και εγώ δεν πιστεύω πια ότι είμαι τρελή. Δείχνω για τρελή;»
Όταν προσπαθήσαμε να έρθουμε σε επαφή με την Ντέπυ, για να μας διηγηθεί την εμπειρία της από την ψυχανάλυση, ήταν φοβερά διστακτική. «Δεν μου είναι εύκολο να σας διηγηθώ την εμπειρία μου. Ήταν μεγάλο τραύμα για μένα. Ακόμα δεν έχω συνέλθει και ας έχει περάσει ένας χρόνος που τη σταμάτησα. Το μεγαλύτερο χτύπημα ήταν ο θάνατος από καρκίνο της πιό αγαπημένης μου φίλης, ενός ανθρώπου μοναδικού, που ακόμα και στις τελευταίες του στιγμές είχε τη δύναμη να μου δίνει κουράγιο. Είχε προηγηθεί μια τρομερή υπερκόπωση από δουλειά – είμαι καθηγήτρια γαλλικών – η οποία με οδήγησε στα αγχολυτικά χάπια, που μου συνέστησε κάποιος ψυχίατρος. Εκείνη την περίοδο άρχισα για πρώτη φορά να πιστεύω ότι δεν μπορώ να περπατήσω, ότι δεν μπορώ να διασχίσω το δρόμο». Μετά το θάνατο της φίλης της, η Ντέπυ ένιωσε τα νεύρα της να γίνονται σμπαράλια. Οι φοβίες της πολλαπλασιάστηκαν. Έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι της, για να μην είναι αναγκασμένη να περπατάει, νόμιζε ότι δε θα μπορούσε να μιλήσει, να διδάξει, ότι θα γελοιοποιούταν. Με την προτροπή ενός συγγενή της ψυχίατρου αποφάσισε να απευθυνθεί σε κάποιο ψυχολόγο και να κάνει ψυχανάλυση. Διάλεξε έναν ψυχολόγο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι της και μπήκε σ’ έναν κύκλο που εκείνη ονόμασε «καταστροφικό». «Στην αρχή δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου. Ντρεπόμουν. Έλεγχα τις σκέψεις μου, λογόκρινα τους συνειρμούς μου, δε συμμετείχα. Μισούσα εκείνο το σαρανταπεντάλεπτο. Πήγαινα εκεί για να μιλήσω, δε μιλούσα, ο χρόνος κυλούσε κι εγώ ένιωθα τον πανικό να με πνίγει. Το άγχος μου πολλαπλασιαζόταν. Το ίδιο και οι φόβοι μου. Δεν μπορούσα να καταπιώ, δεν μπορούσα να περπατήσω. Είχα γίνει ράκος. Μετά από ένα εξάμηνο, αποφάσισα να διακόψω. Ένας άλλος ψυχίατρος που επισκέφθηκα μου έδωσε και πάλι χάπια. Σε όλη τη διάρκεια της ψυχανάλυσης δε σταμάτησα να τα παίρνω. Σύντομα άρχισα και πάλι να βλέπω τον ψυχαναλυτή, μετά από ένα email που μου έστειλε και μου ζήτησε να κάνουμε μερικές ακόμα συνεδρίες. Τότε νόμιζα ότι έπρεπε να κάνω υπομονή, να ξεπεράσω τις φοβίες μου και να σταθώ στα πόδια μου. Δεν ήξερα πόσο κακό μου έκανε η ανάλυση. Άρχισα να κλείνομαι στον εαυτό μου, να μη βγαίνω έξω, να προσπαθώ να ερμηνεύσω τα πάντα, όνειρα, συνειρμούς, σκέψεις, συναισθήματα. Όλα είχαν χάσει το νόημά τους. Στα ιδιαίτερα μαθήματα πήγαινα σχεδόν μεθυσμένη. Έτσι πέρασαν δύο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων οι δικοί μου με παρακολουθούσαν με αγωνία να πηγαίνω από το κακό στο χειρότερο. Κάποια στιγμή ήρθε η αδερφή μου από τη Γερμανία και μου είπε ότι έτσι όπως πάω θα καταλήξω στο Δαφνί. Δεν ξέρω γιατί τα δικά της λόγια με ταρακούνησαν. Σήμερα επισκέπτομαι ένα θαυμάσιο άνθρωπο, ψυχίατρο, που μου επιβεβαίωσε αυτό που πίστευα εδώ, και πολύ καιρό: Ήταν μεγάλο λάθος να διαλέξω αυτό το δρόμο, να ριχτώ στην ψυχανάλυση. Μου είπε ότι αυτό που έχω είναι αγχώδης νεύρωση». Αναρωτιέμαι πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα για την Ντέπυ, αν είχε διαλέξει έναν άλλο ψυχολόγο, αν ίσως είχε δείξει περισσότερη υπομονή. «Είναι γεγονός ότι είμαι ανυπόμονη στη ζωή μου», λέει σαν να διαβάζει τη σκέψη μου, αλλά στην περίπτωση της ψυχανάλυσης έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Αυτά τα δύο χρόνια πήγαν χαμένα. Αυτό που είχα ανάγκη, όταν μπήκα σε τούτη την περιπέτεια, ήταν μια συμβουλή για να λύσω τα προβλήματα που τότε αντιμετώπιζα, όχι να σκαλίζω τις παιδικές μου μνήμες. Ένα χέρι βοήθειας που τελικά μου προσφέρθηκε από ένα φίλο μου, από τον ψυχίατρο που τώρα επισκέπτομαι.
* Τα ονόματα είναι φανταστικά, οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
LEAVE A COMMENT