Κανείς Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα δεν πέθανε απόψε

Μη γινόμαστε αστείοι. Οι άνθρωποι πεθαίνουν. Οι ιδέες, όχι. Κι ο άνθρωπος αυτός, ήθελε δεν ήθελε (και το άξιζε ή όχι), έγινε ιδέα. Καλή για κάποιους, κακή για κάποιους άλλους. Ιδέα, παρά ταύτα και για τους μεν και για τους δε. Διότι, δεν έπαιξε μπάλα, απλώς.
Έπαιξε με το σύστημα -he fought the law, and the law lost.
Έπαιξε με τη ζωή του -εκεί, έχασε ο ίδιος, αναπόφευκτα.
Έπαιξε με την πολιτική, την προπονητική, τη Μαφία, τη διασημότητα.
Έζησε όλη τη ζωή του επί ξυρού ακμής, νομίζοντας, μονίμως, ότι περπατάει σε φρεσκοκομμένο χορτάρι γηπέδου.
Είχε άγνοια κινδύνου, αλλά και άγνοια πραγματικότητας.
Υπήρξε αυθεντικός, 100% και είχε τόσο ταλέντο ώστε να επιβάλλει την ιδιαιτερότητά του ακόμη και στους πλέον (πρώιμους…) “πολιτικώς ορθούς” ιεροκήρυκες της “κανονικότητας” της εποχής του. Και των καιρών μετά απ’ αυτήν, επίσης…
Στο (πραγματικό) Sportime, είχα γράψει γι’ αυτόν, πριν από πολλά χρόνια, ότι όποιος τον κρίνει με όρους “ανθρώπινους”, κάνει το ίδιο λάθος με το να κρίνει το Μιχαήλ Άγγελο ή τον Μέγα Αλέξανδρο, για την προσωπική τους προτίμηση στο κρεβάτι.
Ήταν, είναι και πάντοτε θα είναι αστείο να συγκρίνουμε τον Ντιέγκο με οποιονδήποτε άλλο ποδοσφαιριστή, βάζοντας στις παραμέτρους της εξίσωσης άσχετα με την ιδιοφυϊα του πράγματα, όπως την κόκα, τα αμυντικά συστήματα κάθε εποχής, την αδυναμία του στο τάδε ή στο δείνα εξωγηπεδικό παράπτωμα.
Ο άνθρωπος υπήρξε Ο πιο ρεαλιστικός μέγας καλλιτέχνης της μπάλας, ακριβώς στην περίοδο που η “μπάλα” έγινε κάτι περισσότερο από παιχνίδι.
Αυτό που άφησε πίσω του δεν έχει να κάνει με τη μπάλα την ίδια, αλλά με το ποιες, ασύλληπτες πριν από εκείνον, επιπτώσεις μπορεί να έχει η μπάλα στην κοινωνία.
Χωρίς να το θέλει (και, μεταξύ μας, τώρα που έφυγε ας πούμε την αλήθεια: σίγουρα χωρις να το αξίζει σε επίπεδο χαρακτήρα ή σε ευστροφία ως προς τη διάδοση κάποιων ιδεών…).
Ο Μαραντόνα έγινε ο Άγιος των Τερόνι: των “λασπανθρώπων”, όπως αποκαλούν οι ψηλομύτες και “αγνοί” μισογερμανοί, Βόρειοι Ιταλοί τους κατοίκους της Νότιας Ιταλίας και κυρίως της Νάπολης.
Υπήρξε ο ηγέτης μιας Εθνικής ομάδας που ανέτρεψε όλα τα προγνωστικά, πολύ πριν επικρατήσει στο ποδόσφαιρο ο παγκόσμιος στοιχηματικός τζόγος. (Για να προλάβω και τους εθνικόφρονες αναγνώστες…).
Υπήρξε κάτι περισσότερο από παίκτης, από την εποχή ήδη που το ποδόσφαιρο ήταν απλώς παιχνίδι.
Δεν κατάλαβε τίποτε απ’ όσα εξυφαίνονταν γύρω του (και εξαιτίας του), όσο έπαιζε.
Δεν κατάλαβε καν ότι σε κάποια στιγμή ήταν ένας “Τσε” σ’ έναν χώρο που, πριν από ‘κείνον, ήταν απολίτικος, βασικά.
Του έλαχε η μοίρα να κουβαλήσει στις πλάτες του νοήματα, εκφράσεις και ιδέες που, η αλήθεια είναι, δε χωρούσαν στο μυαλό του, ούτε μπορούσε να τις αντέξει -πόσο μάλλον να τις ενσαρκώσει- ο χαρακτήρας του.
Θα μείνει αξέχαστος, βεβαίως.
Επειδή υπήρξε ανεπανάληπτα κορυφαίος στο παιχνίδι του, όμως.
Όλα τα υπόλοιπα, θα μπορούσαν και ίσως θα έπρεπε να του λείπουν.
Το “«Κάτθανε, Διαγόρα, οὐ καὶ ἐς Ὅλυμπον ἀναβήσῃ»!, έμοιαζε και μοιάζει να είναι παραδομένο στην Ιστορία και για τον Ντιέγκο…
Δεν έφυγε όταν ήταν στον κολοφώνα της δόξας του.
Έφυγε, δυστυχώς, όταν ο ίδιος είχε καταφέρει με πράξεις και παραλείψεις του, να φυσήξει όλη τη χρυσόσκονη πάνω απ’ τ’ όνομά του.
Μέγιστος υπήρξε ο Ντιέγκο, ως ποδοσφαιριστής: δυό Μέσι και δυό Ρονάλντο μαζί, στην καθισιά του….
Μέτριος, πολύ, ως εκπρόσωπος όλων αυτών εις τα οποία, άκων προφανώς, ετάχθη, από τα προστάγματα των καιρών και την εμβέλεια των επιτευγμάτων του…
RIP, ατελή ήρωά μου, πραγματικέ και γήινε…

Στέλιος Μαρκάκης

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed