Μια ξεχασμένη σφαγή από τον Αλί Πασά πριν από το 1821

Μελανές σελίδες ιστορίας για τη φήμη του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ήταν οι φρικτές σφαγές που προξένησε στο Χόρμοβο και στο Γαρδίκι της Βορείου Ηπείρου. Για αυτές τις σφαγές υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες, που βέβαια δε δικαιολογούν τα στυγερά χέρια του Τεπελενλή Αλή Πασά.
Στη βάση των πληροφοριών βρίσκεται η παντοδυναμία της μάνας του Αλή Πασά, της Χάμκως, η οποία όταν πέθανε ο άνδρας της , ο Βελής Μπέης, στα 1753, δηλητηρίασε τα δύο παιδιά του από τον πρώτο του γάμο, και ανέλαβε τα ηνία της οικογένειάς της , η οποία «προστάτευε» την περιοχή κοντά στο Τεπελένι και τα γύρω χωριά. Ωστόσο, οι κάτοικοι αυτής της περιοχής, εξασφάλιζαν την ηρεμία τους για χρόνια πληρώνοντας μεγάλο φόρο. Έπειτα από λίγο διάστημα, η Χάμκω, (Εsmihan Hanim στα Αλβανικά), που ήταν η κόρη του ισχυρού τοπικού μπέη της Κόνιτσας, Ζεϊνέλ-Μπέη, διπλασίασε το φόρο προστασίας των κατοίκων και επιπλέον άρχισε να καταπατά περιουσίες ανήμπορων ανθρώπων, να συμπεριφέρεται άσχημα και να επιβάλει την παρουσία της απαιτητικά και σε άλλα χωριά, ιδίως στο Κόκοσι, το οποίο ήταν κάτω από τον έλεγχο της ισχυρής μουσουλμανικής κωμοπόλεως του Γαρδικίου. Έκανε δε τα πάντα, βοηθούμενη από τον εραστή της Τσαούς Πρίφτη, έναν γεροδεμένο Χριστιανό Αρβανίτη, τον οποίο σπίτωσε στην οικογενειακή της στέγη, από τότε που ζούσε ο άνδρα της, ο Βελής, αδιαφορώντας για τη στάση του συζύγου της. Πίεζε δε υπερβολικά τον Πρίφτη, όπως προωθήσει στην Οθωμανική Διοίκηση τον γιο της, Αλή.
Οι κάτοικοι του Γαρδικίου μαζί με τους Χορμοβίτες ενώθηκαν και λεηλάτησαν την περιουσία της Χάμκως, τη συνέλαβαν μαζί με την δεκατετράχρονη κόρη της, τη Χαϊνίτσα, και τις διαπόμπευσαν μεταφέροντάς τες στο Γαρδίκι. Οι δυο γυναίκες ταλαιπωρήθηκαν στα χέρια των εξαγριωμένων επαναστατών που τις γύμνωσαν, τις περιέπαιζαν, τις βίασαν, τις χλεύασαν βγάζοντάς τες το φερετζέ και δίνοντάς τες κόσκινα για εμπαιγμό. Ύστερα από εβδομάδες μαρτυρίων, κάποιος χριστιανός πλήρωσε πολλά χρήματα στους Γαρδικιώτες και τις ελευθέρωσαν. Η Χάμκω και η Χαϊνίτσα ποτέ δεν ξέχασαν τη διαπόμπευση και τον σκληρό εξευτελισμό που είχαν υποστεί κι όταν ο Αλή Πασάς, ανδρώθηκε κι ανέλαβε εξουσία, τού θύμιζαν πάντα, ότι πρέπει να ισοπεδώσει, να καταστρέψει τα χώρια, να πάρει εκδίκηση. Ο Αλή Πασάς δεν έδειχνε καμιά προθυμία να πραγματοποιήσει την εκδίκηση που ζητούσαν οι δικοί του άνθρωποι. Ίσως ήθελε να κατοχυρώσει πρώτα την εξουσία του ως διοικητής της ευρύτερης περιοχής και έπειτα να εκπληρώσει το σχέδιο του. Από το 1786 ήταν διοικητής των Τρικάλων, αλλά οι βλέψεις του ήταν να γίνει κύριος της περιοχής των Ιωαννίνων και Βορείου Ηπείρου.
Το 1792 τον ειδοποίησαν ότι η μάνα του είναι ετοιμοθάνατη και τον ζητά να τον δει. Παρόλο που έτρεξε να ικανοποιήσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας του, δεν την πρόλαβε, βρίσκοντάς τη νεκρή στην αγκαλιά της Χαϊνίτσας. Η αδελφή του, τον όρκισε στα τελευταία λόγια της μάνας τους, «Την κατάρα μου αφήνω στο γιο μου και στην κόρη μου αν δεν αφανίσουν το Γαρδίκι». Τα δυο αδέλφια ορκίστηκαν πάνω στο νεκρό σώμα της μάνα τους να εκπληρώσουν την επιθυμία της, πράγμα που έκαναν. Το Χόρμοβο καταστράφηκε πρώτο, το1779, οι άνδρες που ήταν όλοι Αρβανίτες ορθόδοξοι, σφαγιάστηκαν απάνθρωπα, ενώ οι γυναίκες βρήκαν σκληρό ατιμωτικό θάνατο. Ακολούθησε ο αφανισμός του Γαρδικίου το 1812, όπου 600 άνδρες βρήκαν μαρτυρικό θάνατο, αφού τους κάλεσε ο Αλής με πονηρό τρόπο, πως θα συμφιλιωθούν και θα ξεχάσουν τα περασμένα. Έκλεισε μέσα στη περιμάνδρωση του κάστρου τους άνδρες και τους σκότωσαν οι άνθρωποι του Αλή με βάναυσους τρόπους. Τις γυναίκες, τις ζήτησε η αδελφή του να τις εκδικηθεί, κουρεύοντάς τες και με τα μαλλιά τους να κάνει στρώματα. Έπειτα τις γύμνωσε και τις άφησε να πεθάνουν περπατώντας πάνω στα αγκάθια του δάσους της περιοχής. Λίγες σώθηκαν και κάποιες πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα. Οι θηριωδίες, που ήταν πολλές ενάντια στις γυναίκες του Γαρδικίου, δεν περιγράφονται…!
Πέρα από τον εκδικητικό τρόπο του αφανισμού των δυο κωμοπόλεων, του αδίστακτου για το ανθρώπινο γένος, δολοφόνου Αλή Πασά των Ιωαννίνων, οι ωμότητες, η σκληρότητα, το εκδικητικό μένος προς τη ζωή, δείχνουν έναν εξουσιαστικό δολοφόνο, ικανό πολιτικό που βασίζεται «στη λύση του θανάτου για τους αντιπάλους του» , έναν απάνθρωπο για τους δικούς του και τους εχθρούς του, που αφάνιζε για το δικό του συμφέρον, μέσα σ’ ένα δίκαιο που αυτός αρρωστημένα το είχε πλάσει. Ο περίφημος σολωμικός ποιητής και δικαστικός Ιούλιος Τυπάλδος Πρετεντέρης (Ληξούρι 1814 – Κέρκυρα 1883) έγραψε ένα εξαίρετο ποίημα για τη Χάμκω και τη τελευταία της επιθυμία. Πρόκειται για ποίημα που το χαρακτηρίζει ο λυρικός στίχος της Επτανησιακής Σχολής, η εξιστόρηση του φρικτού θανάτου της Χάμκως, τα σκοτωμένα ετεροθαλή αδέλφια του Αλή από αυτήν, για να υποστήριξη μόνο τον δικό της γιο… Ο Ιούλιος Τυπάλδος Πρετεντέρης, ήταν πραγματικός ποιητής, τεχνίτης του ποιητικού λόγου, που ήξερε να δώσει στο στίχο τη δύναμη της απλότητας και την ειλικρίνεια της γραφής που αρέσει στο λαό. Θα μπορούσε κανείς να γράψει πολλά για την ποιητικής του τέχνη, σε όσα από τα σωζόμενα.. λίγα έργα του, έχουν δημοσιευτεί, αλλά πιστεύω, πως, η κριτική φράση που αρμόζει σ’ αυτόν τον ποιητή για το έργο του, είναι: « Θαυμάσια εναρμονίζει το άρρηκτο δέσιμο της πραγματικής εικόνας με τον εσώτερο λόγο, στο φτάσιμο που αυτή η σμίξη, γίνεται γραφή».

Ο Θάνατος της Χάμκως
Ιουλίου Τυπάλδου Πρετεντέρη

Τι τρόμος επλάκωσε το έρμο Τεπλένι;
Σκιασμένος ο ήλιος στα όρη προβαίνει.
Ολόγυρα σκώνονται βλαστήμιες, χαρές,
Κατάρες και κλάϋματα, και τρόμου φωνές.

Στο μαύρο κρεββάτι της με λύσσα σπαρνάει
Για ιδές, με το θάνατο βαρειά πολεμάει
Ακόμη στα στήθια την άγρια ψυχή
Βαστάει με τα δόντια της η μάνα του Αλή.

Σηκώνει το πρόσωπο, γυρίζει το βλέμμα,
Που ό χάρος εθόλωσε, και στάζει το αίμα.
Και ποίον εις την ύστερη στιγμή αποζητά;
Τηράει και αγωνίζεται να βγάλη μιλιά.

Α! θάνατε, σβύσε της το λόγο εις το στόμα,
Για ιδές, δεν χόρτασε τα αίματα ακόμα
Α! λόγια τρομάρας κι ολέθρου θα πη,
Φαρμάκια, μαχαίρια θ’ αφήσει του Αλή.

– Παιδί μου, που βρίσκεσαι, και μ’ άφησες μόνη;
Α! τρέξε, και ο θάνατος γοργά με πλακώνει
Στα μαύρα μου στήθια παγώνει η καρδιά,
Και είν’ άλλες γιομάτες ζωή και χαρά.

Ο πόνος τα κόκκαλα μου λυώνει στο σώμα.
Ανθεί σ’ άλλα πρόσωπα του ρόδου το χρώμα,
Για μένα παντέρημο κρεββάτι στη γη,
Και γι’ άλλες τραγούδια, στεφάνια, χοροί…

Α! κάμε , παιδάκι μου, ερμιά το Γαρδίκι,
Πλατύ κοιμητήριο να βόσκουν οι λύκοι.
Α! πνίξτε στα αίματα μανάδες , παιδιά,
Παρθένες και γέροντες, μαχαίρι, φωτιά!

Φωτιά και μαχαίρια! Στην έρημη αγκάλη
Της κόρης, συντρίψτε του νιου το κεφάλι
Το βρέφος πού τρέμοντας βαστάει το βυζί ,
Σφαγμένο στα πόδια της η μάνα να ιδή.

Μαχαίρι! Κι αφήστε τους χαρές εδώ κάτου
Αργά ξεψυχίσματα, λαχτάρες θανάτου.
Φωτιά και μαχαίρια: μία πλάκα να κλή,
Και γάμου στεφάνια, και κόρη νεκρή.

Φωτιά και μαχαίρια!… τι πάγος με ζώνει;
Ανάθεμα, ανάθεμα ! ο ήλιος θολώνει-
Ποια τρόμου φαντάσματα εμπρός μου θωρώ…
Ακέφαλα λείψανα τι θέλετε εδώ;

Ωιμέ! Στο κρεββάτι μου σιμώνουν αγάλια…
Α! ρίχνουν απάνω μου τ’ αχνά τους κεφάλια,
Προσφέρουν τα στόματα φοβέρα φρικτή
Α! φύγετε, αφήστε με αδέλφια τ’ Αλή!

Μαχαίρι θεήλατο κρυφά φοβερίζει.
Φυλάξου! Στο κάστρο σου ο χάρος γυρίζει!
Ωιμένα νε σίμωσαν, εμπήκαν, ορμούν,
Ωιμένα το αίμα σου, παιδί μου, διψούν.

Α! έπεσε, έπεσε ο πρώτος σφαμμένος
Κλονίζεται ο δεύτερος βαρειά λαβωμένος…
Απάνω του ρίχνονται σωρός τα σπαθιά…
Ω! θάνατε, κλείσε μου τα μάτια γοργά.

Λυπήσου με, θάνατε… ακόμη δεν φθάνει;
Στ’ αέρι σηκώνεται γυμνό γιαταγάνι…
Ωιμένα τον άρπαξαν απ’ τ’ άσπρα μαλλιά,
Τον σέρνουν αλύπητα… ως τρόμου θωριά!-

Σταθήτε! – ένα γόγγυσμα θανάτου γροικιέται!..
Ωιμέ, το κεφάλι του στο χώμα πετιέται!
Εκδίκηση, εκδίκηση, Μουχτάρ και Βελή…
Ω! ποιος τα κεφάλια του κομμένα κρατεί;

Η γης εσκοτείνιασε, ο Άδης μουγκρίζει
Τι τέρας της κόλασης φρικτά φοβερίζει;
Α! ρίχνεται απάνω μου… Α! μ’ έπνιξε… Αλή..
Ο χάρος της άρπαξε την άγρια ψυχή.

Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed