Όταν γεράσει ο άνθρωπος, μειώνεται το φως του, θαρρεί πως κατουρεί μακρυά, μα κατουρεί ομπρός του

Με βάλανε πάλι να κατέβω για Δήμαρχος στο Αργοστόλι. Εγώ τους τα λέω «δεν με παρατάτε ρε παιδιά να πάω να αράξω τώρα στα γεράματα». Τίποτα αυτοί «κατέβα Αλέκο μας, μόνο εσύ λες τέτοια ωραία παραμύθια, με τέτοιο γάρμπος, κατέβα μπας και την ψήσουμε για μια ακόμα φορά, πού έχουμε αράξει 9 χρόνια στον Δήμο και την βολεύουμε μια χαρά. Ξέρεις τι είναι να γυρίσουμε πάλι στο μεροκάματο;» Έτσι κατέβηκα.
Θα πάμε στην Βιβλιοθήκη μου λένε να παρουσιάσουμε το ψηφοδέλτιο. Θα την κάνουμε στα κλειστά μην μας γριπιάσεις Αλέκο μου και μείνουμε από λάστιχο. Μαζευόμαστε 237 πανηγυριώτες στην Κοργιαλένειο και τους αρχίζω τα γνωστά. «Είμαι Θεός, είμαι παλληκάρι, είμαι Άντρας, είμαι πιλότος, είμαι ακαδημαϊκός, σαν και εμένα κανείς και οι άλλοι είναι για φτύσιμο». Μου είχε ο «Διονύσης μου» δώσει οδηγίες από πριν. «Θα βρίζεις συνέχεια τον Μιχαλάτο, θα λες η Λειβαθώ, ο έτσι, ο γιουβέτσι, ο παλιο-έμπορος, ο παλιο-δήμαρχος».
«Για τους άλλους τι να λέω;» ρωτάω τον «Διονύση μου».
«Τίποτα ευλογημένε, τίποτα», μου λέει ο «Διονύσης μου»
Ξεκινάω με δύναμη και τους ξυλιάζω όλους: «Ο Δήμαρχος των Πρόννων…» Aπό πίσω την ανθίζονται και αρχίζουν: «Της Λειβαθούς, της Λειβαθούς!» Το βιολί μου εγώ: «Όταν ο Μιχαλάτος ήταν Δήμαρχος στους Πρόννους… «Στη Λειβαθώ, στη Λειβαθώ!» οι από πίσω που είχαν ανατριχιάσει. «Τα έκανε μαντάρα ο Μιχαλάτος στους Πρόννους», ακάθεκτος εγώ. Είδαν και αποείδαν οι Fan μου και άφησαν τα πράγματα όπως είναι και του τα είπα χύμα του Μιχαλάτου για την εποχή που «ήταν Δήμαρχος στους Πρόννους». Τέλειωσε το μνημόσυνο και πήγα στα αποδυτήρια κάθιδρος. «Πως τα πήγα;» ρώτησα τον «Διονύση μου». «Τα καμες σκατά. Μα να μην μπορείς να ξεχωρίσεις την Λειβαθώ από τους Πρόννους;»
Έβαλα τα κλάματα.
«Συγχώραμε Διονύση μου, με έχει τρελάνει αυτός ο Γάιδαρος των Πρόννων. Τον βλέπω στον ύπνο μου, τον βλέπω στο ξύπνιο μου. Θα με στείλει στο τρελοκομείο. Βλέπω παντού τους Πρόννους». Στοργικά ο «Διονύσης μου» μέσα στα αναφιλητά μου είπε: «Δεν πειράζει, σε συγχωρώ. Κουράγιο Αλέκο μου μην μου κλατάρεις μέχρι τον Οκτώβριο μπας και βγει ο Μπάκης και αν τυφλωθεί ξανά ο κόσμος και σε ξαναβγάλει σε παραιτώ και αναλαμβάνω εγώ». Ηρέμησα. Με αγαπάει αυτό το παιδί. Με αγαπάει πραγματικά.

Όταν γεράσει ο άνθρωπος,
μειώνεται το φως του,
θαρρεί πως κατουρεί μακρυά,
μα κατουρεί ομπρός του
(κρητική μαντινάδα)

(Από την ανέκδοτη Συλλογή Μύθων του Αλέκου Παρίση των Εκδόσεων Gaidaros)

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed