Ξύπνησαν μνήμες από τον σεισμό στη Σάμο

Στιγμές δύσκολες, τραγικές ζουν τις μέρες αυτές οι κάτοικοι της Σάμου μετά το καταστροφικό σεισμό της 30ης Οκτωβρίου που συνοδεύτηκε από τρία μικρά τσουνάμι. Οι ζημιές πολλές αλλά εκείνο που συγκλόνισε περισσότερο είναι ο τραγικός θάνατος δύο παιδιών. Εκείνος ήταν 17 και εκείνη μόλις 15!
Μόλις πληροφορήθηκα το γεγονός τηλεφώνησα σε ένα φίλο από τα παλιά που ζει τα τελευταία χρόνια στη Σάμο. Με τον Κώστα είχα γνωριστεί στη δεκαετία του 1970 στο Σίδνεϊ. «Είμαστε εντάξει… όσο εντάξει μπορεί να είναι κανείς μετά από ένα καταστροφικό σεισμό… Τα χαλάσματα πολλά και ο πόνος μεγάλος για πολλούς συνανθρώπους μας» μου είπε. «…Τα χαλάσματα πολλά και ο πόνος μεγάλος…». Τα λόγια του Κώστα στριφογύριζαν στο μυαλό μου για ώρα μετά το τηλεφώνημα και ξύπνησαν μνήμες από τα παλιά. Μνήμες από αυτές που δε σβήνουν γιατί χαράχτηκαν στη μνήμη με πολλά ρίχτερ, όπως αυτά που συγκλόνισαν την Κεφαλλονιά τον Αύγουστο του 1953.
Ήμουνα παιδί προσχολικής ηλικίας. Δεν πήγαινα καν στο νηπιαγωγείο, όχι γιατί οι γονείς δεν ήθελαν να με στείλουν αλλά γιατί απλά τότε τα νηπιαγωγεία ήταν μια πολυτέλεια σχεδόν άγνωστη στο νησί. Είχε ξημερώσει Κυριακή, 9 Αυγούστου. Η γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου, είχε πάρει το μόλις λίγων μηνών αδελφό μου στην εκκλησία. Η γιαγιά ήθελε οπωσδήποτε να εκκλησιάσει το μωρό. Κάτι ίσως της έλεγε ότι θα χρειαζόταν πολύ καιρός πριν τον επόμενο εκκλησιασμό του νεογέννητου. Στις 9 και 41 λεπτά άρχισε ένα πρωτόγνωρο ταρακούνημα της γης. Εγώ είχα μείνει στο τριώροφο σπίτι μας με τη μητέρα μου που είχε πολλές δουλειές να τελειώσει. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ηλεκτρικές σκούπες, ηλεκτρικά πλυντήρια, ηλεκτρικοί φούρνοι, ηλεκτρικά σίδερα και όλες οι σημερινές ευκολίες. Κάθε δουλειά του σπιτιού απαιτούσε δύσκολη και επίπονη χειρονακτική εργασία.
Με το πρώτο τράνταγμα η μητέρα μου έβαλε τις φωνές. Την έπιασε πανικός από τις μικρές ρωγμές στο σπίτι και ανησύχησε για το μικρό αδελφό μου και τη γιαγιά. Ηρέμησε μόνο όταν είδε, από το μπαλκόνι, τη γιαγιά μου να φτάνει σχεδόν τρέχοντας έχοντας στην αγκαλιά της το μωρό. Ο σεισμός, όπως είναι φυσικό, θορύβησε τους πάντες. Το μεσημέρι, μετά το φαγητό, θυμάμαι ότι έγινε σύγκλιση του οικογενειακού συμβουλίου για να αποφασιστεί η ασφάλεια του σπιτιού. Τελικά κρίθηκε ότι οι μικρορωγμές δεν είχαν επηρεάσει δομικά το οίκημα. Στη λήψη της απόφασης συνέβαλε η άποψη του παππού που στην πλάτη του κουβαλούσε δεκαετίες οικοδομικών εργασιών. Δύο μέρες αργότερα, βέβαια, τα πράγματα άλλαξαν και οι ανησυχίες αυξήθηκαν κατακόρυφα. Ήταν 5:30 το πρωί της Τρίτης, 11 Αυγούστου, όταν μας ξύπνησε ένα δεύτερο και ισχυρότερο κτύπημα του Εγκέλαδου.
Ο πανικός πια είχε αρχίσει να κυριεύει τους πάντες που άρχισαν να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να αναζητούν την ασφάλεια σε ανοικτούς χώρους. Τελικά αυτός ο πανικός έσωσε χιλιάδες ζωές όπως αποδείχτηκε από αυτά που ακολούθησαν την επομένη, Τετάρτη 12 Αυγούστου. Ο Εγκέλαδος είχε βαλθεί να ολοκληρώσει το καταστροφικό του έργο. Στις 11:25 άρχισε να ταρακουνάει για 45 δευτερόλεπτα την Κεφαλονιά αλλά και τα γειτονικά νησιά Ζάκυνθο και Ιθάκη. Τα 7,2 ρίχτερ είχαν ισοπεδώσει τα πάντα. Εκατοντάδες οι νεκροί και αμέτρητοι οι τραυματίες. Απόλυτη καταστροφή! Η οικογένεια μου, όπως και αμέτρητες άλλες, είχε καταφύγει στο λόφο του Άη-Θανάση. Διανυκτερεύαμε στην ύπαιθρο κάτω από δένδρα μέχρι που έφτασαν οι σκηνές οι οποίες μας φιλοξένησαν για αρκετούς μήνες. Το τι ακολούθησε είναι χιλιοειπωμένο. Αν με ρωτήσει κανείς τι θυμάμαι πιο έντονα από τη μετασεισμική περίοδο θα πω «τη βροχή που έπεφτε μέσα στη… σκηνή». Ναι έβρεχε μέσα στη σκηνή γιατί κατά λάθος μας είχαν δώσει καλοκαιρινή και εκείνη την καταραμένη χρονιά τα πρωτοβρόχια είχαν αρχίσει νωρίς και ήταν αδιάκοπα. Δεν θα ξεχάσω τους πιο μεγάλους να προσπαθούν να κρατήσουν εμένα και τον αδελφό μου στεγνούς κρατώντας μια ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια μας.
Σα να μην έφτανε η δυστυχία που είχαν φέρει οι σεισμοί, ο καιρός είχε βαλθεί να επιτείνει το δράμα που ζούσαμε. «Τα χαλάσματα πολλά και ο πόνος μεγάλος για πολλούς συνανθρώπους μας», μου είπε ο φίλος μου ο Κώστας από τη Σάμο. Οι δικές τους δύσκολες ώρες ξύπνησαν δικές μου μνήμες. Πόσο τους καταλαβαίνω και πόσο λυπάμαι!

Γιώργος Μεσσάρης

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed