Βασίλης Κεκάτος: «Θα ήθελα να διασώσω μια φωτεινή στιγμή, μια ήσυχη μέρα, που ίσως σε λίγα χρόνια να μην τη θυμάμαι»

Σε μια τόσο σκοτεινή χρονιά, όπως αυτή που τώρα τελειώνει, θα ήθελα να διασώσω μια φωτεινή στιγμή. Μια ήσυχη μέρα, που ίσως σε λίγα χρόνια να μην τη θυμάμαι, αλλά αυτή τη στιγμή κλείνω τα μάτια μου και αισθάνομαι πως βρίσκομαι εκεί.
Ήταν όταν, ύστερα από μια δύσκολη άνοιξη, το καλοκαίρι άνοιγε τα παράθυρά του διάπλατα και ένα δροσερό ρεύμα αισιοδοξίας μάς διαπερνούσε. Η μέρα αυτή ξεκίνησε και τελείωσε στο νησί μου, την Κεφαλονιά. Ξυπνήσαμε με τη φίλη μου και οδηγήσαμε για παραπάνω από μία ώρα, για να βρεθούμε από την Άβυθο στο Φισκάρδο. Όταν φτάσαμε, ρωτήσαμε δυο κορίτσια από πού ξεκινάει το μονοπάτι για το Δαφνούδι. Δεν ήξεραν ούτε αυτές και ξεκινήσαμε να περπατάμε όλοι στα χαμένα. Μετά από λίγο άκουσα τη μια να ψιθυρίζει στην άλλη «αυτός έφτιαξε εκείνη την ταινία με το κορίτσι που κοιμάται, στην καραντίνα, το Όταν κοιμάσαι ο κόσμος αδειάζει». Εγώ χαμογέλασα και σκέφτηκα πως, αν ξεκινούσε δεύτερη καραντίνα, ίσως να έφτιαχνα μια ταινία από τη μεριά του κοιμώμενου κοριτσιού. Τι μπορεί να έβλεπε στον ύπνο της, όσο η πανδημία μαινόταν. Μπορεί να την ονόμαζα «Ονειρεύομαι σε έναν άδειο κόσμο».
Η δεύτερη καραντίνα εν τέλει ήρθε, αλλά η ζωή συνέβη και δεν γύρισα άλλη ταινία. Διασχίζαμε για ώρα ένα μεγάλο μονοπάτι, χωρίς να μιλάμε. Μας είχε συνεπάρει το τραγούδι που ψιθύριζαν τα πράσινα πνεύματα των δέντρων. Κάποτε φτάσαμε στη θάλασσα, που μας περίμενε για να μας δροσίσει. Οι φίλοι μας ήταν ήδη εκεί. Οι πρώτοι που συναντήσαμε ήταν ο Παύλος και η Παυλίνα. Είναι ζευγάρι, και αν είχε διαλέξει ο Τολστόι τα ονόματά τους, θα ξέραμε πως το έκανε γιατί αυτό θα παίξει ρόλο σε κάποια σημαντική σκηνή του έργου αργότερα, όπως στην Άννα Καρένινα με τους Αλεξέι. Αν τα είχε διαλέξει κάποιος συγγραφέας Βίπερ Νόρα, θα ήταν απλώς corny.
Το θέμα είναι πως το ότι λέγονται Παύλος και Παυλίνα είναι εντελώς τυχαίο και γι’ αυτό δεν είναι ούτε σημαντικό ούτε corny, είναι απλώς τυχαίο, και αν πιστεύεις στη μοίρα, σε κάνει να αισθάνεσαι μεγάλη ασφάλεια και ζεστασιά. Είχαν και τον σκύλο τους μαζί. Έναν μικροσκοπικό σκύλο με όνομα ήρωα του Τρωικού Πολέμου και μάτια συνταξιούχου που περιμένει στην ουρά του ΙΚΑ. Μπήκαμε στη θάλασσα μαζί να κολυμπήσουμε. Την ώρα που βουτούσαμε, ο Παναγής ετοιμαζόταν να πηδήξει από το πιο ψηλό σημείο ενός βράχου. Κάποια στιγμή μού είχε πει πως δεν ξέρει αν έχει γίνει όλα αυτά που θα ‘θελε να έχει γίνει μέχρι τα τριάντα του. Τον κοιτούσα να λυγίζει τα γόνατά του με αβεβαιότητα και σκεφτόμουν πως, αν γνώριζε ποιος είναι, το άλμα του δεν θα τον οδηγούσε στο νερό. Δυο αόρατα χέρια θα τον τραβούσαν προς τα πάνω, θα τον έσπρωχναν απαλά στην πλάτη και θα τον άφηναν να φτερουγίσει ελεύθερα από πάνω μας και να πετάξει μέχρι τον ήλιο.
Κάποια στιγμή συννέφιασε για λίγο. Ο Ανδρέας προσπαθούσε να ισορροπήσει σε μια σανίδα SUP και η φίλη του, από κάτω, επέπλεε ήσυχα με μια μικρή ανησυχία στο βλέμμα, σαν να έπιανε η ακοή της τη συχνότητα των 52 Hertz, σαν να άκουγε να πλησιάζει από μακριά ένα κοπάδι φάλαινες που έχασαν το δρόμο τους και μόνο αυτή το ξέρει. Ο Ανδρέας μού είχε εκμυστηρευτεί ότι τις είχε πιάσει κι αυτός, από καιρό, στο μυστικό του σόναρ, μα δεν της το είχε πει, γιατί δεν ήθελε να την τρομάξει. Οι φάλαινες, όμως, έρχονταν καταπάνω τους και κανένας δεν μπορούσε να τις σταματήσει. Τα σύννεφα εξαφανίστηκαν. Βγήκαμε έξω και η φίλη μου έπιασε να τρώει ένα μικρό ζουμερό ντοματίνι, και αμέσως ένα φιλειρηνικό σμήνος από μελισσάκια εμφανίστηκε και άρχισε να χορεύει ακούραστα γύρω της. Σκέφτηκα για μια στιγμή αυτό που είχα διαβάσει κάποτε, πως οι μέλισσες ακολουθούν πάντοτε ενστικτωδώς τη βασίλισσά τους. Αναρωτήθηκα αν ακολουθούν τυφλά τη μικροσκοπική ντομάτα ή τη φίλη μου. Αναρωτήθηκα αν πιστεύουμε στην ίδια βασίλισσα.
Πιο πέρα, ένα ζευγάρι εσωτερικών τουριστών έκανε έρωτα κρυφά, πίσω από κάτι πυκνά δέντρα. Αυτός ήταν λίγο βαριεστημένος και φαινόταν πως δεν την αγαπούσε. Εκείνη το αντίθετο. Σκέφτηκα πως του αξίζουν οι πευκοβελόνες που θα του μπουν στον κώλο, έτσι όπως έχει στρογγυλοκαθίσει και αφήνει την κοπέλα να κάνει όλη τη δουλειά. Εμείς, από την άλλη, φιλοσοφούσαμε, όπως φιλοσοφούν οι άνθρωποι τον Αύγουστο. Πιο πολύ για να μην αποκοιμηθούμε ή για να βρούμε μια αφορμή να ψάξουμε στο Airbnb πιθάρι να νοικιάσουμε. Συνομιλούσαμε με το φως που χανόταν αργά, αλλά ήταν αρκετό ακόμα για να μας ζεστάνει. Δεν ήμασταν όλοι εκεί εκείνη τη μέρα. Ο Νίκος μάς περίμενε το βράδυ στο μπαράκι του νησιού για να μας φτιάξει τα ποτά μας. Ο Μπάμπης κι ο Γαβρίλος θα μας έβρισκαν εκεί, τις πιο μεγάλες ώρες. Ο Γιώργος ήταν στην Αθήνα. Γύριζε μια ταινία. Μας έλειπε, αλλά ξέραμε πως όπου να ‘ναι θα τον δούμε. Ο καθένας είχε πάρει τον δρόμο του, αλλά κάναμε τα πάντα για να μη χαθούμε.
Σκέφτηκα για λίγο τους Απόντες του Γραμματικού και του Παναγιωτόπουλου και μελαγχόλησα. Λίγο πριν βραδιάσει, ανεβήκαμε το μονοπάτι που βούιζε από τα κελαηδίσματα των πουλιών, μπήκαμε στα αμάξια μας και εγκαταλείψαμε το Φισκάρδο. Στο ραδιόφωνο έπαιζε το «Storms» των Fleetwood Mac. Αναρωτιέμαι αν προσπαθούσε κάτι να μας πει. Λίγους μήνες αργότερα, το μονοπάτι αυτό που οδηγούσε στο Δαφνούδι θα καταστρεφόταν από τον κυκλώνα Ιανό, υπενθυμίζοντας σε όλους μας πως το 2020 δεν τελείωσε τον Αύγουστο. Εμείς, όμως, θα παραμέναμε ο ένας στη ζωή του άλλου. Παρ’ όλους τους κυκλώνες και τις πανδημίες. Παρόντες.

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed