Μια νέα αρχή Νο 3

Το ταξίδι προς την Αθήνα και από εκεί προς το μακρινό νότο, την Αυστραλία, συνεχιζόταν αργά αλλά σταθερά. Το λεωφορείο πέρασε με χαμηλή ταχύτητα από τη Γέφυρα της Διώρυγας της Κορίνθου για να απολαύσουμε τη θέα και λίγο αργότερα ο οδηγός μας ανακοίνωνε ότι πλησιάζαμε τη διαβόητη Κακιά Σκάλα.
Μια περιοχή που τρόμαζε τους Αρχαίους Έλληνες, αλλά και τους σύγχρονους για διαφορετικούς βέβαια λόγους. Η ελληνική μυθολογία μας λέει ότι στην Κακιά Σκάλα ζούσε ο μεγαλόσωμος Σκίρωνας που πάντα κρατούσε ένα τσεκούρι. Ο Σκίρωνας, λοιπόν, είχε τη συνήθεια να σταματάει τους περαστικούς τους οποίους έβαζε να του πλύνουν τα πόδια. Όταν οι περαστικοί έσκυβαν ο αιμοβόρος μεγαλόσωμος τους κλωτσούσε με δύναμη με αποτέλεσμα να κατακρημνίζονται στα βράχια και στη συνέχεια να κατασπαράζονται από ένα τέρας που περίμενε στην ακτή. Ο Θησέας ήταν αυτός που έθεσε τέρμα στον τρόμο, ρίχνοντας το Σκίρωνα στον γκρεμό! Στη σύγχρονη ιστορία η περιοχή απέκτησε την κακή της φήμη από τα τροχαία δυστυχήματα που συνέβαιναν συχνά και κόστιζαν πολλές ζωές. Βέβαια τώρα τα πράγματα δεν είναι έτσι. Σημειώθηκε μεγάλη μείωση των τροχαίων. Το ρόλο του Θησέα έπαιξε με επιτυχία ο υπέροχος αυτοκινητόδρομος Αθηνών – Πατρών.
Στο «κλεινόν άστυ» φτάσαμε όταν είχε ήδη βραδιάσει. Την εποχή εκείνη, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το ταξίδι από την Πάτρα στην Αθήνα από την παλιά λεγόμενη Εθνική Οδό, κρατούσε πάνω από έξη ώρες, υπερδιπλάσιας δηλαδή της σημερινής του διάρκειας. Φιλοξενηθήκαμε, εγώ και οι γονείς μου που με συνόδευσαν στην Αθήνα, στο σπίτι του αδελφού του πατέρα μου. Την επομένη θα έπαιρνα την πτήση της αυστραλιανής αεροπορικής εταιρείας QANTAS, για τους Αντίποδες μαζί με το συσπουδαστή μου και αδελφικό φίλο, Τάκη Μακράκη. Οι λίγες ώρες που απέμεναν για το μεγάλο ταξίδι πέρασαν γρήγορα και μέσα σε μια ατμόσφαιρα συναισθηματικά φορτισμένη. Ο ταξιτζής που μας πήγε στο Ελληνικό ήταν κοντοχωριανός, θυμάμαι, Ζακυνθινός που ήθελε να μάθει τα πάντα για το επικείμενο ταξίδι μας. «Έχω πολλούς συγγενείς στο Σίδνεϊ και τη Μελβούρνη» μας είχε πει.
Αποχαιρετίσαμε τους γονείς μας και μπήκαμε στην αίθουσα ελέγχου διαβατηρίων ή πιο σωστά «αίθουσα ανακρίσεων». Ήταν επί δικτατορίας και οι ερωτήσεις από τους τελωνειακούς και τους άλλους… «υπηρεσιακούς παράγοντες» έπεφταν βροχή. «Γιατί φεύγετε;», «Τι θα κάνετε στην Αυστραλία;», «Πόσα χρήματα βγάζετε;», «Μπορούμε να δούμε το πορτοφόλι σας;», «Τι έχετε στις τσέπες σας», «Τι έχετε στις βαλίτσες σας;»… Παρά τις χίλιες δυο ερωτήσεις και τις ισάριθμες απαντήσεις μας, άνοιξαν τις βαλίτσες και έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο! Ψηλάφησαν τα ρούχα μας, ξεφύλλισαν τα λιγοστά βιβλία μας, περιεργάστηκαν τα ξυριστικά μας σύνεργα και τις κολόνιές μας και μετά από κανένα τέταρτο αγωνίας τις έκλεισαν και μας άφησαν να τις παραδώσουμε προς φόρτωση στο αεροσκάφος. Τα όνειρα μας τα είχαμε καλά κρυμμένα και δεν τα βρήκαν!
Λίγο αργότερα μας ανακοίνωσαν ότι άρχιζε η διαδικασία επιβίβασης και σύντομα βρεθήκαμε να περπατάμε για να φθάσουμε στο αεροσκάφος της QANTAS. Την εποχή εκείνη το Αεροδρόμιο του Ελληνικού ήταν ήδη παλιό και χωρίς ευκολίες για τους ταξιδιώτες. Κάποια στιγμή γύρισα προς το κτίριο και στον εξώστη είδα τους γονείς μου. Θα τους ξανάβλεπα πέντε χρόνια αργότερα. Ανεβήκαμε τις σκάλες του τετρακινητήριου τζετ, ενός τεχνολογικού θαύματος της εποχής, και η γλυκομίλητη αεροσυνοδός μας συνόδευσε στις θέσεις μας. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και οι θέσεις γύρω μας γέμισαν από πρόσχαρες Αγγλίδες προσκοπίνες και τις συνοδούς τους. Οι γλυκές παρουσίες τους ήταν ένα βάλσαμο στο πόνο της φυγής από τον τόπο μας. Μια καλή αρχή για το ταξίδι προς το νότο που μού επιφύλασσε πρωτόγνωρες εμπειρίες – εμπειρίες που θα με μετουσίωναν σε πολίτη του κόσμου, χωρίς να χάσω το παραμικρό από την ελληνικότητά μου.
Η συνέχεια την άλλη εβδομάδα.

Γιώργος Μεσσάρης

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed