Κάλαντα του Λαζάρου από την Κεφαλονιά

Μέρος από μεγάλη μελέτη για τα έθιμα της κεφαλονίτικης Τεσσαρακοστής και Μεγάλης Εβδομάδας

Από την περιοχή της Σάμης

(Κάλαντα που ψάλλονται το Σάββατο του Λαζάρου, οπότε να συνηθιζόταν περιφέρεται και ρόμβος με σταυρό, από καλάμι, με μαντήλια και άνθινες γιρλάντες).

«Καλήν ημέρα σας και γειά σας γειά σας
καλώς ευρήκαμε την αρχοντιά σας
εάν ορίζετε να σας ειπούμε
δια τον Λάζαρο που προσκυνούμε.
Ήρθε ο Λάζαρος και τα Βάια
ήρθ’ ο Ιησούς μας στη Βηθανία
που τον υμνούσανε μικρά παιδιά
και τον υμνούσανε ως βασιλέα
παιδάκια άκακα και νεολαία
και μεις οι άνθρωποι που τον υμνούμε
ως βασιλέα να τον ιδούμε,
για να κερδίσουμε την βασιλεία
καθώς τα άκακα μικρά παιδία.
Και του Λαζάρου οι αδερφάδες
το δρόμο στρώσανε με πρασινάδες
για να περάσει ο Δάσκαλός τους
και ν’ αναστήσει τον αδερφό τους
όπου απέθανε κι είναι στον Άδη
με τους νεκρούς του κάθετ’ αμάδι.
-Έχετ’ ελπίδες, τους λέει, ως κρένω
τον αδερφό σας, τον ανασταίνω
τον τάφο δείξτε μου κι εγώ πηγαίνω
με πρώτο λόγο τον ανασταίνω
Βγάζει ο Ιησούς φωνή μεγάλη
Όπου ακούστηκε κάτου στον Άδη.
-Λάζαρε, φίλε δεύρο στα έξω
δεν θέλω νάσαι στο σκότος μέσα.
Κι ευθύς εγείρεται από τον τάφο
κι ευχαριστάει τον ποιητή του.
-Σ’ ευχαριστάω, ω ποιητά του
και σε δοξάζω, ω λυτρωτά μου
που μ’ ελευθέρωσες από το σκότος
και τώρα είμαι στο φως και βλέπω
Κι οι αδερφάδες του τον ερωτούσαν
εκεί στον Άδη πως τα περνούσε.
-Ω αδερφάδες μου, εκεί στον Άδη
ήτανε νύχτα ήτανε σκοτάδι
και μες το στόμα μου είχα πρικάδα
και δεν εγνώρισα καμιά γλυκάδα
Κι η Λαμπριά μας καλώς να έρθει
για να κροτίσουμε “Χριστός Ανέστη”
και τα παιδία σας να τα χαρείτε
με άσπρα γένια να τα ιδείτε.
Να τα ιδείτε με άσπρα γένια
τα θηλυκά σας υπανδρευμένα
Εις έτη πολλά….».

 

Από την περιοχή Μονοπολάτων Παλικής

«Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας
Λαζάρου την Ανάσταση να πω στ’ αρχοντικό σας.
Καλή μέρα σας, καλόμπρινό σας
καλώς ηύραμε ’ς τ’ αρχοντικό σας
αν ορίζετε να σας ειπούμε
για το Λάζαρο, που προσκυνούμε.
Ηρθ’ ο Λάζαρος και τα Βαΐα
ήρθε κι’ ο Χριστός ’ς τη Βηθανία.
Εβγάτε σας παρακαλούμε – για να σας διηγηθούμε,
και να μάθετε τι’ γίνη- σήμερα ’ς την Παλαιστίνη.
Εις την πόλη Βηθανία – Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρο τον αδερφό τους -τόν γλυκύν και καρδιακό τους.
Τον μοιρολογούν και λέγουν – τον μοιρολογούν και κλαίγουν,
τρεις ημέρες τόν θρηνούσαν -και τόν εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την Τετάρτη- κίνησ’ ο Χριστός για νάρτη.
και εβγήκε η Μαρία έξω από τη Βηθανία.
Και εμπρός γονυκλιτεί – και τα πόδια τού φιλεί,
Αν ήσουν εδώ, Χριστέ μου -δεν θ’ απέθνησκ’ αδελφός μου.
Πλην! και τώρα ‘γω πιστεύω – και καλότατα ηξεύρω,
ότι δύνασ’ αν θελήσης – και νεκρούς να αναστήσης.
Τον τάφο να μου δείξετε – και ‘γω τόν ανασταίνω
τραπέζι να’ τοιμάσετε -και ‘γω θενά πηγαίνω.
Επήγαν και τού έδειξαν – τόν τάφο τού Λαζάρου,
τούς είπε και εκύλησαν – τον λίθο, πούχε’ πάνου.
Τότε κι’ ο Χριστός δακρύζει – και τον Άδη φοβερίζει,
Άδη Τάρταρε και Χάρο- το Λάζαρο θα τόνε πάρω.
Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου – φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθείς από τόν Άδη – τι εξαίσιο σημάδι!
Λάζαρος απελυτρώθη – αναστήθη κι’ εσηκώθη
ζωντανός, σαβανωμένος – και με το κερί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία – εκεί κι’ όλ’ η Βηθανία,
Μαθηταί και Αποστόλοι – τότε ευρεθήκαν όλοι.
Δόξα τω Θεώ φωνάζουν – και το Λάζαρο ’ξετάζουν,
πές μας, Λάζαρε τι είδες;- εις τον Άδη, που επήγες,
Είδα φόβους, είδα τρόμους – είδα βάσανα και πόνους.
Δότε μου νερό λιγάκι – να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς μου των χειλέων – και μη μ’ ερωτάτε πλέον.
Το πρώτο θαύμα πώκαμε – ήταν ’ς τή Γαλιλαία,
πώκαμε το νερό κρασί – κι’ όλοι το θαύμα ’λέγαν.
Το δεύτερο που έκαμε, ήταν της Βηθανίας,
που ανάστησε το Λάζαρο τον αδερφό Μαρίας.
Εν άλλο, όπου έκαμε, ήταν ’ςτόν Ιορδάνη,
που έλαβε το βάπτισμα από τόν Ιωάννη.
Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο πέτρα να μη ραΐση
κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήση.
Να ζήση χρόνους εκατό και να τούς απεράση,
χίλια βρακοποκάμισα να ζήση να χαλάση,
ν’ ασπρίση σαν τη μπαμπακιά, σαν τ’ ώργιο περιστέρι,
να τόν βλογάη ο Χριστός με το δεξί του χέρι.
Κι αν έχη γιο ’ ς τα γράμματα κι’ Γιώργη στο κοντύλι,
να τόν αξιώση ο Θεός να βάλη πετραχείλι.
Κι’ αν έχη κόρην ώμορφη, γραμματικός τή θέλει,
μ’ αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύη,
γυρεύει κάμπους άθερους με όλα τους τα στάρια,
γυρεύει και τη θάλασσα μ’ όλα της τα καράβια.
Σε τούτηνε την κάμαρα, τη μαρμαροκτισμένη,
ογλήγορα θα μπάσουμε νύφη καμαρωμένη.
Του χρόνου πάλι νάρθουμε μ’ υγεία να σας βρούμε,
‘ ς τόν οικό σας χαρούμενοι κ’ όλοι να τραγουδούμε.
Επωδός

Και του χρόνου και πολλούς,
και τ’ αυγά της Νικολούς.»

Από την περιοχή της Κατωγής Παλικής

«Αν είναι με την άδεια και με τον ορισμό σας
Λαζάρου την Ανάσταση να πω στ’ αρχοντικό σας.
Ο Λάζαρος μας προσκαλεί με το “Χριστός Ανέστη”
στους Αποστόλους έκραξε κι αυτός είναι στη μέση.
Πρώτα τον Πέτρο έκραξε, Πέτρε μου ευλογημένε
που τρεις φορές μ’ αρνήθηκες κι οι τρεις συχωρεμένες.
Το πρώτο θαύμα του Χριστού ήταν στη Γαλιλαία
του ‘καμε το νερό κρασί κι όλοι το θαύμα λέαν.
Δεύτερο θαύμα του Χριστού ήταν στη Βηθανία
π’ ανάστησε το Λάζαρο τον αδελφό Μαρίας.
Οπ’ είχε δύο αδελφές κι όπου τον αγαπούσαν
κι ο Λάζαρος απέθανε με κλάμα τον θρηνούσαν
και τον μοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει
και εβγήκε η Μαρία εξ’ από τη Βηθανία.
Και εμπρός του γόνυ κλεί και τσου πόδας του φιλεί.
Εάν ήσουν εδώ Χριστέ μου Δε θα πέθαινε ο αδελφός μου.
Ναι, και τώρα γω ηξεύρω ότι δύνασαι αν θέλεις
και νεκρούς να ανασταίνεις.
Λένε, πίστευε Μαρία, άγωμεν εις τα μνημεία
και παρ’ ευθύς ανοίξασι τον τάφο του εδείξασι.
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:
Άδη, Τάρταρε και Χάρο, Λάζαρε θε να σου πάρω.
Έβγα έξω Λάζαρέ μου φίλε και αγαπητέ μου!
Και παρ’ ευθύς ο Λάζαρος, με την φωνήν εβγήκε
δεμένα είν’ τα χέρια του ώσπου εβγήκε.
Όλοι το Θεό δοξάζουν και το Λάζαρο ‘ξετάζουν.
Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Φέρτε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι
τση καρδιάς των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού Χρόνια Πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό και να τα διαπεράσει
Χίλια βρακοπουκάμισα να ζήσει να χαλάσει.»

 

Λαζαρικά Κάλαντα από το αρχείο του ιστοριοδίφη Ηλία Αγγέλου Τσιτσέλη

Καλή ώρα σας, γειά χαρά σας, καλώς ηύραμεν την αφεντιά σας.
(Εάν ήτον ιερεύς εις το σπίτι , ελέγαμεν ούτως :
Καλώς ημείς ευρήκαμεν τον άξιον ιερέαν,
τον υπηρέτην του Θεού, νύκτα και ημέραν .
Έπρεπε του Δεσπότου μας πιτσούνι και ξιφτέρι
και ένα χρυσό ευαγγέλιον στο δεξιόν του χέρι).
Ήλθαμεν, αν ορίζετε, να σας διηγηθούμε,
πράγμα φρικτόν και ακουστόν, προσέχετε,να πούμε.
Ο Λάζαρος με προσκαλεί σήμερον να αρχίσω,
το θαύμα , οπού έγινε, αυτό να διηγήσω.
Ο Λάζαρος ο άγιος από την Βιθανίαν,
μονάκριβος εθράθηκε μ’ όλην την ευγενείαν.
Είχε και δύο αδελφάς, οπού τον αγαπούσαν,
κι’ όταν απόθανε αυτός , δάκρυα τον ελούσαν.
Έκλεον και ωδύροντο, τας τρίχας ξανασπούσαν
και στον αέρα οι κλαθμοί επάνω αντηχούσαν.
Αχ! Αδελφέ μας Λάζαρε, ήλιε της ψυχής μας.
Αχ! Ήλιέ μας φωτεινέ της ταπεινής ζωής μας.
Αχ! Να ήθελε αποθάνωμε και μεις μαζή με σένα
και αδελφικώς να είμεθα στην γην αγκαλιασμένα….

Απέρασαν μέρες τέσσαρες, οπού ‘ τανε θαμμένος
και με τον λίθον τόν βαρύν ήτον πλακωμένος.
Αλλ’ ο Χριστός το ήξευρε, ώσαν καρδιογνώστης,
ως πλάστης μια ως ποιητής και των ανθρώπων σώστης.
Λέγει των Αποστόλων του – «ο Λάζαρος κοιμάται,
εις Βιθανίαν άγωμεν, όλοι ακολουθάτε.
Εις Βιθανίαν άγωμεν Λάζαρον να ξυπνήσω
από τον ύπνον τον βαρύν και να τον αναστήσω».
-Μα αν κοιμάται , Δάσκαλε, πάλιν θέλει ξυπνήση,
να σηκωθή, να περπατή, το θαύμα να στηρίξη.
Τότε τούς λέγει φανερά πως είναι αποθαμένος
και τεταρτίως εις την γην ο Λάζαρος χωσμένος.
Αμέσως εκινήσανε , πηγαίνουν κατ’ ευθείαν
και μετ’ ολίγον έφτασαν εις πόλιν Βιθανίαν.
Απάνω από τον τάφον του ό Ιησούς εστάθη
και ως Θεός οπού’ τανε ο Άδης εταράχθη.
Τότε, λοιπόν, ο Ιησούς φωνάζει του Λαζάρου
και η φωνή του ακούστηκε στα ένδοτερα του Άδου.
Και βρέθηκε ο Λάζαρος έξω από το μνήμα ,
ως ήκουσεν τον Ιησούν, ανέστη παρά χρήμα.
Τότε όσοι ευρέθησαν, όλοιθ , μικροί, μεγάλοι,
επίστευσαν στον Ιησούν και είχον χαράν μεγάλην.

Τώρα, όσοι ακούσατε του Ιησού το θαύμα,
φιλεύσατε μας και ημάς καν’ τί ολίγον πράγμα.
Δια να βρεθήτε την Λαμπρά όλοι με την υγειάν σας,
άνδρες, γυναίκες και παιδιά μ’ όλην την φαμελιά σας.
Εδώ, που τραγουδήσαμε, πέτρα να μην ραΐση
κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήση.
Να ζήση χρόνους εκατό και να τους απεράση
και από τούς εκατό κι’ εκεί ν’ ασπρίση , να γεράση.
Ν’ ασπρίση σαν την βαμβακιά, σαν τα’ άγριο περιστέρι,
να κοσκινίξη το φλωρί, να πέφτη τά λαγάρι
και τα’ αποκοσκινίδια του να δίνη του Λαζάρου.
(Αν ήτον νύμφη, ελέγαμε έτσι).
Εδώ στο σπίτι που’ ρθαμε, το μάρμαρο-κτισμένο,
ογλήγορα θα μπάσωμε γαμβρόν καμαρωμένον.
(Αν ήτον γαμβρός, ελέγαμε έτσι).
Σε τούτηνε την κάμαραν την μάρμαρο- κτισμένη,
ογλήγορα θα μπάσωμε νύμφη καμαρωμένη.

Αξίζει να αναφερθούν και τα Λαζαρικά κάλαντα από το Χαράκτι (χωριό της περιοχής του Πυργιού), και που ηχογραφήθηκαν από τον Σταύρο Καράκαση
Οι πληροφορίες που μας δίνονται, από το Νικόλαο Μπενετάτο , ετών 14, Χαράκτι 1967 είναι αξιόλογες και μας δείχνουν τη διαφορετικότητα που παρουσιάζει το άσμα αυτό από μέρος σε μέρος. …. « Παίρνουν ένα μεγάλο κόκκινο γυναικείο μαντήλι και σκεπάζουν μ’ αυτό ένα καλαμένιο σταυρό που τον στολίζουν με κάτι άσπρα αγριολούλουδα σαν προς μαργαρίτες και άλλα λουλούδια της εποχής. Τον Λάζαρο κρατούν σ’ ένα ψηλό καλάμι, σαν λάβαρο και πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι λέγοντας τα κάλαντα και παίρνοντας διάφορα δώρα»
Ακολουθεί επίσης ένας «Λάζαρος» τραγουδημένος από τη Μαριγώ Κουρούκλη ετών 72,από τα Φραγκάτα 1967. Στην αρχικά δημοσίευση και έκδοση του άσματος, λέει πως «ο σκοπός είναι παλιός και σήμερα έχει αντικατασταθεί με νεότερο που τον μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο» και ότι «η μελωδία του ανήκει εις τον τρόπον του do, αντίστοιχον του Δ΄ δημοτικού ήχου της Εκκλησιαστικής μουσικής, με χαρακτηριστική κατάληξιν εις την πέμπτην ,καλύπτει δε εις 6 μέτρα των 4/8 δυο δισύλλαβους στίχους.

Ηρθ’ ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε το κλειδί της εβδομάδας,
ήρθε κι ο υιός της Παναγίας
κι ο Αφέντης μας της μακαρίας.

Μάρθα’ ξευρέ το, προϋπαντά το,
σκύβει προσκυνάει και χαιρετά το
.-Που’ σουν , Λάζαρε, δεν εφαινόσουν,
που σε κλαίγανε οι αδελφές σου:
-Ήμουνα στη γη βαθιά χωσμένος

κι από τους νεκρούς απεθαμένος.
Τότ’ ο Λάζαρος ευθύς ανέστη
κιαπό τους νεκρούς εφανερώθη.
Δός μ’ αφέντη μου, λίγο νεράκι,
που’ ν’τα χείλη μου πικρό φαρμάκι,
γιατί στην Κόλαση πολλά πικράδια
να το ξεύρετε όλοι καθάρια.
Κ’ εσείς , χριστιανοί, οπού τ’ ακούτε,
κάνετε καλά μην κολασθήτε
να πηγαίνετε στην εκκλησία
να προσεύχεστε με ευταξία.

Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed