Οι Κεφαλονίτες των Αντιπόδων (Αυστραλία) Νο 3

Η σειρά αυτή των δημοσιευμάτων για τους Κεφαλονίτες και Ιθακήσιους της Αυστραλίας αποτελούν διασκευή πρόσφατων ομιλιών μου στο Αργοστόλι και το Βαθύ.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΟΜΙΝΑΤΟΣ (1)
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα Κεφαλονίτη που εγκατέλειψε το νησί του αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο είναι ο αείμνηστος επιχειρηματίας Διονύσης Κομινάτος. Από το Ληξούρι ο ίδιος, από το Αργοστόλι η σύζυγός του, Ζωή. Σύμπραξη που είχε όλα τα συστατικά της επιτυχίας. Ο Διονύσης Κομινάτος γεννήθηκε στο χωριό Κομινάτα της επαρχίας Πάλλης το Σεπτέμβριο του 1902 και στις 21 Απριλίου 1921 – νέο παιδί ακόμα – ξεκίνησε για το ταξίδι προς την Αιθιοπία. Θα ήταν ένα ταξίδι γεμάτο περιπέτειες που θα τον οδηγούσε στα βάθη της Ασίας σε τόπους που φλέγονταν από πολέμους και τέλος στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Κατευοδώνοντάς τον, η μητέρα του τού ευχήθηκε με σταράτες κουβέντες: «Φύγε – του είπε – και φρόντισε να γυρίσεις με γραβάτα»! Ο Διονύσης Κομινάτος, σε συνέντευξη που μού είχε παραχωρήσει μού αφηγήθηκε το ξεκίνημά του. Ήταν τότε 101 ετών. Η διαύγεια του πνεύματος με είχε εντυπωσιάσει: «Από τον Πειραιά επήρα το πλοίο ονομαζόμενο “Σμύρνη”. Θυμάμαι ότι έκανα την ανοησία να παίξω το λωποδυτικό παιγνίδι “παπάς” και να χάσω τις έξη λίρες που ο πατέρας μου με θυσίες μου είχε δώσει. Το πάθημά μου αυτό, όμως, μού έγινε μάθημα. Από τότε δεν ξανάπαιξα κανένα τυχερό παιγνίδι» μού είχε πει ο Διονύσης Κομινάτος και συνέχισε:
«Έφτασα απένταρος στην Αλεξάνδρεια και πήγα στο ξενοδοχείο “Κοντινένταλ”. Εκεί ήταν ένας Κρητικός, πολύ καλός άνθρωπος, που μου πρόσφερε φιλοξενία. «Παιδί μου, δεν μπορώ να σου δώσω δωμάτιο γιατί έχω 16 όλα κι’ όλα και κάθε δωμάτιο κοστίζει μια λίρα τη βραδιά. Θα σου δώσω, όμως, μια καρέκλα να κοιμηθείς σε μια γωνιά, θα σου δώσω να φας και αύριο θα επικοινωνήσουμε με τους δικούς σου…». Την επομένη τον παρέλαβαν οικογενειακοί φίλοι. Οκτώ μέρες αργότερα έφτανε στο Πόρτ Σάϊντ από όπου με πλοίο συνέχισε το ταξίδι του για την Αιθιοπία. Εκεί συναντήθηκε με τους θείους του και τ’ αδέλφια του. Λίγο αργότερα αρρώστησε από ευλογιά. Ο Διονύσης Κομινάτος άνοιγε σιγά σιγά το σεντούκι των αναμνήσεων: «Ένας Γάλλος γιατρός – Πετί τον έλεγαν – εφάρμοσε μια πρωτότυπη για την εποχή εκείνη θεραπεία ζεστών και κρύων λουτρών. Δεν μου έμεινε ούτε ένα σημάδι…». Ένα χρόνο μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα εγκαταλείπει την Αιθιοπία και τον Απρίλη του 1922 φτάνει στην Κουνμίν της κινεζικής επαρχίας Γιουνάν όπου ζούσαν θείοι του. Κοντά τους εργάστηκε τέσσερα χρόνια και όταν αυτοί επέστρεψαν στην Ελλάδα άρχισε δικές του δουλειές.
Η ζωή στην Κουνμίν ήταν τελείως διαφορετική από αυτή που βιώνουν σήμερα οι μετανάστες στην Αυστραλία. Εκεί υπήρχαν μόνο καμιά 80ριά Ευρωπαίοι – όλοι έμποροι. Στο ξεκίνημα και στην εξασφάλιση της πρώτης αντιπροσωπίας τον βοήθησε ο Αμερικανός πρόξενος στην Κουνμίν. «Πήρα με τη βοήθεια του αμερικανού προξένου, την αντιπροσωπία της Τζένεραλ Μότορς και στη συνέχεια εξασφάλισα και τις αντιπροσωπίες των εταιριών Ιμπέριαλ Κέμικαλς, Γκούντγιαρ Τάιρς και Σίμενς ενώ είχα αγοράσει και δύο ξενοδοχεία…». Η ζωή του Διονύση Κομινάτου ήταν γεμάτη περιπέτειες, κάτι που δεν ήταν απρόσμενο αφού έζησε σε περιοχές που ταλανίζονταν από πολέμους και ταραχές. Δεν τα έβαλε, όμως, ούτε μια στιγμή κάτω. Αγωνίστηκε και χάρις στο δαιμόνιο εμπορικό του πνεύμα πρόκοψε. Την εποχή εκείνη στην Κίνα γινόντουσαν κοσμογονικές αλλαγές.
Ο αρχηγός των επαναστατών της περιοχής, ο Λι Σα Ξον, είχε ένα βράδυ κάνει έφοδο σε ένα μαγαζί του και είχε πάρει πολλά είδη πληρώνοντας με διάφορα χαρτονομίσματα τα οποία όμως δεν εξαργυρώθηκαν γιατί ήταν πλαστά. Ο Διονύσης Κομινάτος, όμως, δε δέχθηκε την κοροϊδία. Πήρε με όλο το θάρρος που τον διέκρινε τα βουνά και βρήκε το Λι Σα Ξον! Με την ενέργειά του αυτή έπαιζε τη ζωή του κορώνα γράμματα. «Όποιος όμως τολμά, νικά». Ο δυναμικός Κεφαλονίτης ρώτησε το Λι Σα Ξον: «Ήταν καλά τα προϊόντα μου;». «Ναι» του απάντησε ο Κινέζος επαναστάτης. «Ωραία, αλλά τα δικά σας χρήματα δεν ήταν καλά…». Επέστρεψε, λοιπόν, τα κίβδηλα χρήματα και έπεισε τον αρχηγό των ανταρτών να τον πληρώσει μόνο σε χαρτονομίσματα μιας μονάδας, της μικρότερης δηλαδή ονομαστικής αξίας που τελικά έγιναν δεκτά από τις τράπεζες. Ο πονηρός Κεφαλονίτης είχε σκεφθεί ότι οι επαναστάτες δεν θα είχαν μπει στη φασαρία να τυπώσουν τόσο μικρής αξίας χαρτονομίσματα γιατί το κόστος εκτύπωσης τους θα ήταν σχεδόν όσο και η ονομαστική τους αξία.

Γιώργος Μεσσάρης

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed