Η Μπεκατώρου, ο Κιμούλης και η «πόλη» του Πλασκωβίτη

Πολύς ο θόρυβος τελευταία, για “εγκλήματα” και “εγκληματίες”! Για τον αποπλανήσαντα την Μπεκατώρου (ή τον “βιαστή” της αν προτιμάτε, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί), για την κλοτσιά του Κιμούλη στον πάγκαλον σφυρόν της Δούκα, για την κλοτσοπατινάδα των δύο αγγλομαθών νεαρών στον σταθμάρχη – οσιομάρτυρα του αγώνος κατά της πανδημίας.
Ουρανομήκεις οι κραυγές των τιμωρών, που απαιτούν το “σταυρωθήτω”! Τόσο δυνατή η κατακραυγή, που είναι πολύ δύσκολο για όσους αντιστεκόμαστε στις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των τηλεδικείων να αρθρώσουμε λόγο και σίγουρα ακατόρθωτο να πείσουμε για την ορθότητα των επιχειρημάτων μας. Όπου όμως τα ψυχρά λόγια δεν μπορούν, μπορεί η Τέχνη. Είναι αυτό άλλωστε μία από τις αιτίες της ύπαρξής της: Να μιλάει στις ψυχές όταν οι νόες θολώνουν. Γι αυτό, νομίζω ότι λίγες σελίδες από το μυθιστόρημα “Η Πόλη” του Σπύρου Πλασκοβίτη, δίνουν την απάντηση στον “περί εγκλήματος” παραλογισμό των τελευταίων ημερών, μηνών, χρόνων. Ας τις διαβάσουμε, αν θέλετε, μαζί, αφού πριν, πούμε “λίγα λόγια για την υπόθεση”:
Ο παπά Καρμπόνης είναι ένας από εκείνους τους παπάδες του παλιού, “προσεισμικού” καιρού: τους πραγματικά μορφωμένους, τους ουσιαστικά αριστοκρατικούς, τους ψυχικά όμορφους, τους αληθινά λειτουργούς και υπηρέτες της θρησκείας της Αγάπης. Ο παπά Καρμπόνης ζει σε μια πόλη με επτανησιακά χαρακτηριστικά, που ο Πλασκοβίτης δεν κατονομάζει. Την πόλη αυτή την αγαπά “ως εαυτόν” και θαυμάζει την αρμονία της, την ομορφιά της, την αγνότητά της. Να όμως που στην πόλη του παπά Καρμπόνη, γίνεται ένα έγκλημα! Πραγματικό έγκλημα, φόνος! (όχι σαν τα ψευτοεγκλήματα που διώκει η Σκόρδα και δικάζει ο Χατζηνικολάου): Ο έμπορος Κόκολης βρίσκεται σφαγμένος στο κατάστημά του! Οι φονιάδες σε λίγο συλλαμβάνονται. Είναι τρεις “υπεράνω πάσης υποψίας” συμπολίτες του Καρμπόνη. Τρεις συμπολίτες του, που αμαύρωσαν, λέρωσαν, “διακόρευσαν” την Πόλη του, που μέχρι τότε την έβλεπε σαν ένα κομμάτι Παράδεισο επί γης.
Οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης ανακουφίζονται που πιάστηκαν “οι κακοί”, απαιτούν να τους δουν γρήγορα να ανεβαίνουν το ικρίωμα, για “να αποδοθεί δικαιοσύνη” και “προς παραδειγματισμόν”. Οι ιερείς της πόλης, αφορίζουν τους τρεις κακούργους σε μία φρικτή τελετή, καίγοντας ένα κούτσουρο στην μέση ενός τρίστρατου. Μα ο παπά Καρμπόνης, που αγαπά την πόλη του ακόμα και όταν αυτή “αρρωσταίνει” και όταν “ατιμάζεται”, βλέπει αλλιώς τα πράγματα: Λούζεται, βάζει το καλύτερο ράσο του, ετοιμάζει την ψυχή του και επισκέπτεται τους τρεις φονιάδες στην φυλακή που περιμένουν την κρεμάλα τους, για να τους ακούσει και να τον ακούσουν, να τους δει και να τον δουν! Όταν η αδερφή του τον ρωτά γιατί το κάνει αυτό, η απάντησή του είναι “Πρέπει να δείχνουμε σέβας στα μεγάλα κρίματα“. Και την επόμενη Κυριακή, από την Ωραία Πύλη της εκκλησιάς του, κηρύττει λόγια “περίεργα” στο εκκλησίασμα. Αντιγράφω το Κήρυγμα από τις σελίδες του Πλασκοβίτη -συγχωρείστε κάποιες δικές μου υπογραμμίσεις:
“Θεέ μου!” αναφώνησε. “Δεν μπορούμε να τύπτουμε αιώνια τα στήθη μας επειδή δεν είμαστε άγγελοι. Ας το πάρουμε απόφαση. Τρομάζω κι εγώ πολλές φορές, αδελφοί μου, με τη με τη σκέψη τι κόπος καταναλώθηκε, πόσα λόγια χωρίς αντίκρυσμα ξοδεύτηκαν με το να εξορκίζουμε την κόλαση. Χαμένος κόπος, αδελφοί μου… Μάλιστα, χαμένος καιρός! Υπάρχει ανάμεσά μας ο φόνος, αποδείχθηκε. Προσέξτε τι σας λέω: Όχι “έγινε ένας φόνος”, υπήρχε, υπάρχει από πάντα ο φόνος, ο μεγάλος, ο αναπότρεπτος… Δεν γίνεται να τον αρνηθούμε, είναι δικός μας, ακούστε τον. Θα σας τον διηγηθώ πρώτα σαν αστυνομικό δελτίο.”
Δείχνοντας με το δάχτυλο ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους, λες και προσπαθούσε κάποιον να εντοπίσει, σε σημείο που για μια στιγμή μερικοί άρχισαν να στρέφουν και αυτοί τα μάτια. “Εσύ” είπε… “εσύ δεν είσαι ο Κόκολης; Δε θα μπορούσε κι εσύ να είσαι ο Κόκολης; Το μαγαζί σου -ένα σκοτεινό μαγαζί κοντά στην πιάτσα- πουλά παλιoσίδερα. Το ανοίγεις χαράματα, το αμπαρώνεις νύχτα. Δε γνωρίζει η ψυχή σου ώρα αργίας, δε μιλάς κανενός. Και την ελπίδα σου δεν την ξέρει άλλη ψυχή. Κουβαλάς κάθε βράδυ το σακούλι σου στο χέρι. Είσαι ένας νόμιμος κάτοικος σ’ αυτήν την πόλη, κι αυτό ειν’ όλο! Νόμιμος, δηλαδή νεκρός… Δεν πάσχεις, δεν υποφέρεις για τη νομιμότητά, αρκείσαι μονάχα. Στο κλειστό σακούλι σου τι κρύβεις, τι κέρδισες από τη νόμιμη παρεξήγηση της ζωής σου; Χρήμα άχρηστο! Και προσκαλείς έτσι όσους μπορούν -τους τρελούς, τους μεθυσμένους, τους απόκοτους… Ναι, λοιπόν τους προσκαλείς ετσιδά κάνοντας, να λύσουν εκείνοι την παρεξήγηση κόβοντας τον σπάγκο. Ας πάμε τώρα παρακάτω” συνέχισε περιφέροντας το τεντωμένο του δάχτυλό. “Αυτός …. Εκείνος ….. ο Άλλος – τρεις φονιάδες. Ο “πόρνος”, ο “περήφανος” κι ο “πιστός”.
Τι ενδιαφέρουν τα ονόματά τους; Τους ξέρετε. Μήπως δεν τους κοιτάξαμε, αδελφοί μου, στα μάτια χιλιάδες φορές; Ο πρώτος σκότωσε για να πληρώνει δυστυχισμένες ξετσίπωτες, ο δεύτερος για παλικαριά, ο τρίτος για να δείξει εμπιστοσύνη στους άλλους… Γιατί απορείτε; Τους κοιτάξατε και δεν τους μαρτυρήσατε – δε σας κατηγορώ. Πόσοι από μας δεν κοιμήθηκαν με το νου τους σε άπρεπα κρεβάτια; Πόσοι δεν θα θυμηθήκαμε τον “περήφανο” όταν έτυχε να μας ταπεινώσουν, να μας αδικήσουνκι εμείς υποταζόμασταν ανήμποροι στην αδικία; Και τον “πιστό”, πόσοι τάχα από εμάς δε θα τον είχαν θαυμάσει στην αποκοτιά του, μη μπορώντας οι ίδιοι να γίνουμε φίλοι έως θανάτου με κανένα γείτονα, με κανένα συγγενικό πρόσωπο; Να, λοιπόν, γιατί δεν τους μαρτυρήσατε. Απενανταίς μάλιστα να πω, τους σεβαστήκατε κατά βάθος …. Και τους καταραστήκαμε έπειτα όλοι μαζί!” (……………………..)
“Με είδαν”, συνέχισε σε λίγο “και τους είδα και τους τρεις… Πρόσωπο με πρόσωπο, για λογαριασμό σας. Και με καταράστηκαν με τη σειρά τους! Η φωτιά που μας έκαψες, παπά, με τον αφορεσμό να σε κάψει! μου φώναξαν. Κι όμως, αδελφοί μου, για τον ίδιο το σκοτωμένο από το χέρι τους έδειξαν αργότερα λύπηση, έδειξαν μετάνοια… Πήγαν στην κηδεία του. Ο “πιστός” στο μαραγκούδικό του τού μαστόρεψε χάρισμα το φέρετρο του άμοιρου… “Φουκαρά κι εσύ… Φουκαρά…” ακούστηκε να τον κλαίνε προσκυνώντας το ξόδι του. Όχι, μην οργίσθείτε πάλι και τους βλαστημήσετε. Απεναντίας σας προσκαλώ να προσευχηθούμε τώρα γι αυτούς. Κι ακόμα….”. Ένα μουρμούρισμα άρχισε ν’ ανεβαίνει απ’ το εκκλησίασμα, επιχειρούσε να το σταματήσει με το χέρι. “Σας προσκαλώ” ξανάπε. “Άνοιξε το σπυρί μας, αδελφοί, σήμερα…. Αυτοί στην μαύρη τρύπα τους, στο “Νιόκαστρο”, πήραν και ρούφηξαν όλο μας το έμπυο. Είναι αδελφοί μας που αρρώστησαν περισσότερο από την αρρώστια μας – δώστε άφεση!“.
Αυτό ήταν το κήρυγμα του παπά Καρμπόνη. Παρακαλώ να το κατευθύνουμε από τα μάτια μας στα αυτιά μας, για να ακούσουμε την ήρεμη αλλά δυνατή φωνή του και από εκεί ας το αφήσουμε να γεμίσει τις ψυχές μας και μόνο όταν καθαρίσει τις ψυχές και καθαρθεί και αυτό από κάθε παρεξήγηση, ας απασχολήσει και το μυαλό μας. Για όσους δεν ξέρουν και επιθυμούν να μάθουν το τέλος της ιστορίας: Οι τρεις κακούργοι κρεμάστηκαν με σύμπασα την Πόλη σε άγρια χαρά να απολαμβάνει το θέαμα. Ο παπά Καρμπόνης συκοφαντήθηκε από την κρυφά ερωτευμένη μαζί του, προγονή του, την Αγγελίνα, ότι την αποπλάνησε. Η Πόλη του πίστεψε την κατηγορία και τον “καταδίκασε”. Αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο, Μεγάλη Πέμπτη, μπροστά στο λίγο εκκλησίασμα που του είχε απομείνει. Έγινε όχι θύμα, αλλά θύτης του εαυτού του, για “να λύσει την παρεξήγηση”. Να διορθώσει με την αυτο – εκτέλεσή του, την “αυτο – δολοφονία του”, την δυσαρμονία της Πόλης Του. Όσο για μένα, τελειώνοντας το βιβλίο, κατάλαβα την βαθιά έννοια και την πραγματική αξία της Εγκληματολογίας κι ας την “πέρασα” με ένα μεγαλοπρεπές 5, τελευταίος των τελευταίων στο έτος μου.

Ιωσήφ Λουκέρης

Related Posts

LEAVE A COMMENT

Make sure you enter the(*) required information where indicated. HTML code is not allowed